Το τείχος του Βερολίνου ήταν ένα φυσικό και συμβολικό σύνορο που χώριζε την πόλη του Βερολίνου σε Ανατολικό και Δυτικό από το 1961 έως το 1989. Ήταν κατασκευασμένο από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) και εξυπηρετούσε την αποτροπή της διαφυγής των Ανατολικογερμανών προς τη Δυτική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ιστορική προέλευση
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής από τις Συμμαχικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία). Το Βερολίνο, που βρισκόταν στη σοβιετική ζώνη, χωρίστηκε επίσης σε τέσσερις ζώνες. Η διαίρεση της χώρας επισημοποιήθηκε με την ίδρυση της Δυτικής Γερμανίας (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) το 1949 και της Ανατολικής Γερμανίας (Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας).
Κατά τη δεκαετία του 1950, εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί εγκατέλειπαν το κομμουνιστικό καθεστώς για τη Δυτική Γερμανία, κυρίως μέσω του Βερολίνου. Για να σταματήσει αυτό, η Ανατολική Γερμανία κατασκεύασε το τείχος τη νύχτα της 12ης προς 13η Αυγούστου 1961.
Κατασκευή και χαρακτηριστικά
Το τείχος, συνολικού μήκους περίπου 155 χιλιομέτρων, περιλάμβανε φράχτες, συρματοπλέγματα, τάφρους, φύλακες και πυργίσκους παρακολούθησης. Είχε έναν “νεκρό διάδρομο” (no man’s land), ο οποίος ήταν θανάσιμα επικίνδυνος για όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Ο σκοπός του
Ο κύριος σκοπός του τείχους ήταν η πρόληψη της μαζικής διαρροής πληθυσμού από την Ανατολή προς τη Δύση, μια πράξη που απειλούσε τη σταθερότητα του ανατολικογερμανικού καθεστώτος.
Η πτώση
Στις 9 Νοεμβρίου 1989, μετά από έντονες διαμαρτυρίες και πολιτικές αλλαγές, το τείχος άνοιξε, σηματοδοτώντας την αρχή της επανένωσης της Γερμανίας και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Σήμερα, το τείχος αποτελεί σύμβολο ελευθερίας και ενότητας, ενώ κάποια μέρη του έχουν διατηρηθεί ως μνημεία.