Ημέρες γιορτών έρχονται και τα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία να πιάσουν τα κάλαντα, να ξεχυθούν στους δρόμους και να τους γεμίσουν με παιδικές φωνές και τραγούδια. Ουπς…λάθος. Αυτό γινόταν παλιά. Τα τελευταία χρόνια είναι λίγα τα παιδιά που βγαίνουν για κάλαντα. Θυμήσου πως ήταν όταν πήγαινες μικρός και χτύπαγες τα κουδούνια και περίμενες με αγωνία να σου ανοίξει κάποιος. Ή τα μούτρα σου όταν η πόρτα παρέμενε κλειστή. Θυμήσου τους τύπους που συναντούσες και τους τα έπρηζες πρωινιάτικο.
Για να μην κουράζεσαι, κάναμε ένα φλας μπακ στις παιδικές μας αναμνήσεις από κάλαντα και φτιάξαμε μια λίστα από τους ανθρώπους που συναντούσες όταν έβγαινες παγανιά για να φαλτσοτραγουδήσεις. Κάποιοι σου άνοιγαν την πόρτα με χαρά, κάποιοι με βαρεμάρα. Κάποιοι σου έδιναν γερό χαρτζιλίκι, κάποιοι κάτι συμβολικό. Κάποιοι δε σου άνοιγαν ποτέ, αλλά δε σ΄ένοιαζε, γιατί ήταν Χριστούγεννα.
1) Η κολλητή της μάνας σου: Ήταν το στανταράκι σου για να ξεκινήσει ελπιδοφόρα η προσπάθεια. Συνήθως, έλεγες με το παιδί της τα κάλαντα, οπότε η μάνα σου ήταν η αμέσως δεύτερη. Έτσι, τσιμπούσες ένα 10αρι από τη μία κι ένα από την άλλη και η αρχή ήταν ιδανική.
2) Οι γείτονες: Το δεύτερο σου στανταράκι. Ήξερες πως θα σου δώσουν ένα χιλιάρικο παλιά και 5ευρω μετά, για να μην τους πιάσει η μάνα σου στο στόμα σου. Η πολυκατοικία σου ήταν και το κάστρο σου γιατί ήξερες ποιοι λείπουν ποιοι όχι, γνώριζες το ποιόν τους και δε σε έβριζαν που τους ξυπνούσες.
3) Οι καταστηματάρχες το πρωί: Η μάνα σου σαν παλιά τσατσά σε είχε συμβουλέψει να πας πρώτα σε μαγαζιά για να μη σε προλάβουν οι ανταγωνιστές. Κι εσύ την άκουγες πάντα. Αλλά ήσουν λίγο υπερβολικός και πήγαινες 8 το πρωί που είχαν μόλις ανοίξει. «Μόλις ανοίξαμε, δεν έχουμε λεφτά στο ταμείο. Περάστε κατά το μεσημεράκι» σου έλεγαν. Κι εσύ άκουγες.
Μετά έπαιρνες σβάρνα τις γειτονικές πολυκατοικίες κι εκεί συναντούσες άλλα φρούτα
4) Τη γριά με το σκύλο που είναι άγριος και γαβγίζει: Εδώ συνέβαιναν δύο τινά: α) η γιαγιά είχε όντως άγριο σκύλο και σε αυτή την περίπτωση σου πέταγε το 2 ευρω ή 5ευρω κάτω από την πόρτα, ή την άνοιγε ίσα ίσα να πάρεις τα λεφτά
β) είχε ένα κανίς και απλώς δεν ήθελε/είχε να σου δώσει
5) Το σπίτι με το μωρό που κοιμάται: Κάπου εδώ άρχιζαν τα σκούρα. Πήγαινες στα κουτουρού, βάραγες όποιο κουδούνι ξεπρόβαλε μπροστά σου και ότι κάτσει. Πολύ συχνά έπεφτες σε σπίτι με μωρό που κοιμόταν και άκουγες τα εξ αμάξης επειδή το ξύπνησες και ήσουν τυχερός αν τσίμπαγες κανά ευρώ.
6) Αυτοί που θέλουν το short version: Συμπαθούσες πολύ αυτούς που σε σταματούσαν στην πρώτη φράση και σου έδιναν τα λεφτά, γιατί και δεν κουραζόσουν και είχες την ευκαιρία να πας σε περισσότερα σπίτια=μεγαλύτερη μπάζα
7) Αυτοί που θέλουν το extended version: Υπήρχε όμως και το αντίπαλο στρατόπεδο, οι πωρωμένοι που γούσταραν φουλ τα κάλαντα και σε έβαζαν να πεις εκείνο το σημείο με το νοικοκύρη του σπιτιού που δεν το έμαθες ποτέ. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες σου.
8) Αυτοί που τραγουδούσαν μαζί σου: Θα μπορούσαν να υπάγονται στην από πάνω κατηγορία, αλλά ουχί. Ήταν σκληροπυρηνικοί, μια μάστιγα για τους «καλαντιστές» και ήθελαν να υπερκεράσουν τη φωνή σου. Αν ήθελες να γίνεις τραγουδίστρια κυρά μου να πας στο Μέγαρο και άσε με να σταυρώσω μια ρημάδα φράση.
9) Το ζευγάρι των ηλικιωμένων που σου έδιναν σοκολατάκια: Ένα κλασσικό ζευγάρι, γύρω στα 65-70 που έπαιρνε μικρή σύνταξη, ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα, αλλά ήταν τόσο ζεστοί όσοι όλοι οι άλλοι μαζί. Μπορεί να είχες ως στόχο τον παρά, αλλά κάθε φορά που σε τρατάραν με σοκολατάκια ή κάτι σιροπιαστό ξεχνούσες να σηκωθείς από την πολυθρόνα με την παρέα σου.
10) Ο ξενύχτης που σε κοιτά με μισό μάτι: Επειδή ήσουν μικρός και το αργότερο που ξυπνούσες ήταν 9 το πρωί, δεν ήξερες ότι υπάρχουν άνθρωποι που το 9 το πρωί το είχαν για ώρα που έπεφταν για ύπνο. Πήγαινες λοιπόν, χτύπαγες μετά μανίας το κουδούνι και ερχόσουν αντιμέτωπος με την πιο σκληρή φάτσα που έχεις δει. Συνήθως ήταν φοιτητής ή το πρότυπό σου στην πολυκατοικία που έφερνε τις γκόμενες και εσύ ερωτευόσουν κάθε μέρα κι άλλη. Σου έριχνε μια φάπα, σου έδινε ένα ποσό και σε έστελνε αλλού.
11) Το ζευγάρι των νέων που τους έκοβες στο πρωινό σεξ: Ντάξει, ομολογώ ότι δεν ήταν πολλές οι φορές που μου συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά μια αναφορά αξίζει. Την έβρισκαν να το κάνουν σαν τα κουνέλια, την ώρα που λαλούν τα κοκόρια και τότε δεν το καταλάβαινες. Έβλεπες απλά την κοπέλα να είναι τυλιγμένη με το σεντόνι και ξέχναγες γιατί είχες χτυπήσει κουδούνι.
12) Ο εύπορος 60αρης στη μεζονέτα: Αφού ξέμπλεκες με τη γειτονιά σου, έπιανες τις περιοχές που σε είχαν δασκαλέψει ότι πάντα έχουν. Πήγαινες προς τα βόρεια και εκεί έκανες την τύχη σου. Πετύχαινες συχνά έναν 60αρη που εκείνη την ώρα έπαιρνε πρωινό και διάβαζε εφημερίδα με αυτές τις ρόμπες «Λάμπρος Κωνσταντάρας». Με ένα δεκάρι στην τσέπη ήσουν έτοιμος να πεις και μπόνους τραγούδι ως ανταπόδοση.
13) Οι συνάδελφοι των γονιών σου στην εταιρεία: Αν ήσουν παιδί δημοσίων υπαλλήλων ή εργαζόμενων σε εταιρεία, ήσουν από τους ευνοημένους. Δε χρειαζόταν να κομπιάσεις πολύ. Σε πήγαινε ο μπαμπάς ή η μαμά στην εταιρεία και όταν είχες κάνει βόλτα από όλους τους ορόφους έβλεπες την τσέπη σου γεμάτη με 150 ευρώ και πάνω.
14) Η μιλφάρα: Στα τυχερά του επαγγέλματος περιλαμβανόταν και αυτή η κατηγορία. Μια ζουμερή γυναίκα γύρω στα 45-50, που κυκλοφορούσε πάντα νεγκλιζέ, ο άντρας της έλειπε είτε ταξίδι γιατί ήταν ναυτικός είτε δούλευε και σου άνοιγε την πόρτα με τονισμένα τα στήθη της και εσύ της έλεγες της Πρωτοχρονιάς την Παραμονή Χριστουγέννων και το αντίστροφο. Για πάρτη της έβγαινες να τα πεις και των Φώτων που γενικά το θεωρούσες μπας κλας.
15) Καταστηματάρχες το μεσημέρι: Κι αφού είχες φάει τον ποδαρόδρομο και έφτανες στο φινάλε με τη σκέψη στο παιχνίδι που θα ακολουθούσε, θυμόσουν τους καταστηματάρχες. Πήγαινες το μεσημέρι όπως σου είχαν πει και είχες πάρει απόφαση ότι θα ήσουν ικανοποιημένος και με 50 λεπτά από τον καθένα. Σου έφτανε η ηθική ικανοποίηση. Έλα μου όμως που κάθε, μα κάθε φορά σου έλεγαν «τώρα που ήρθες τα δώσαμε σε άλλους» και φούντωνες.
16) Αυτοί που δεν άνοιγαν: Υπήρχε κι αυτή η κατηγορία που δεν άνοιγε την πόρτα. Ήξερες όμως ότι είναι μέσα. Άκουγες το θόρυβο και χτύπαγες για να τους κάνεις να αισθανθούν άσχημα. Κάποιοι μπορεί να μην είχαν λεφτά, άλλοι μπορεί να μην ήθελαν. Η ουσία είναι ότι εσένα σε νευρίαζαν και πήγαινες στη μάνα σου και έλεγες «μαμά ο τάδε δεν άνοιξε».