Τεράστιο σκάνδαλο έχει ξεσπάσει στις ΗΠΑ μετά την αποκάλυψη ότι ανώτατοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ έβαλαν κατά λάθος δημοσιογράφο σε απόρρητη ομαδική συνομιλία για τον βομβαρδισμό των Χούθι στην Υεμένη, στις 15 Μαρτίου 2025.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο αρχισυντάκτης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, έλαβε στις 11 Μαρτίου αίτημα σύνδεσης μέσω της εφαρμογής Signal από έναν χρήστη που εμφανιζόταν ως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μάικλ Γουόλς. Ο δημοσιογράφος αποδέχθηκε την πρόσκληση, νομίζοντας αρχικά ότι ίσως πρόκειται για κάποιον που υποδύεται τον αξιωματούχο ή για πιθανή προσπάθεια εξαπάτησης.
Ωστόσο, στις 13 Μαρτίου, ο Γκόλντμπεργκ βρέθηκε χωρίς να το γνωρίζει σε ομαδική συνομιλία με τίτλο «Houthi PC small group», στην οποία συμμετείχαν ανώτατοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ, όπως ο Αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς, ο Υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο Διευθυντής της CIA Τζον Ράτκλιφ και άλλοι.
Η συνομιλία είχε ως σκοπό το συντονισμό της κυβέρνησης για την επικείμενη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη. Επί τρεις ημέρες, οι αξιωματούχοι αντάλλασσαν απόψεις, πληροφορίες, και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία για το χτύπημα που τελικά έγινε στις 15 Μαρτίου. Το εντυπωσιακό είναι ότι κανένας δεν πρόσεξε τον «εισβολέα» στη συνομιλία, ενώ και μετά την αποχώρησή του, κανένας δεν αντέδρασε.
Αντιδράσεις και κατηγορίες για «εγκληματική αμέλεια»
Η υπόθεση έχει προκαλέσει έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Από το βήμα της Γερουσίας, ο επικεφαλής των Δημοκρατικών, Τσακ Σούμερ, έκανε λόγο για «μία από τις πιο εντυπωσιακές παραβιάσεις στρατιωτικών πληροφοριών εδώ και πολλά χρόνια», ζητώντας πλήρη διερεύνηση.
Ο γερουσιαστής Κρις Κουνς έγραψε στο X (πρώην Twitter) ότι «κάθε κυβερνητικός αξιωματούχος σε αυτή την αλυσίδα έχει πλέον διαπράξει έγκλημα, ακόμα κι αν έγινε κατά λάθος». Παρόμοιες ήταν οι δηλώσεις των γερουσιαστών Μαρκ Γουόρνερ και Τζακ Ριντ, που χαρακτήρισαν το περιστατικό ως «σοβαρή παραβίαση εθνικής ασφάλειας».
Ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε επίσημα τη διαρροή, χαρακτηρίζοντας την περίπτωση «άνευ προηγουμένου γκάφα». Ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, Μπράιαν Χιουζ, δήλωσε ότι η αλυσίδα μηνυμάτων φαίνεται να είναι αυθεντική και πως ήδη διενεργείται έρευνα για να αποκαλυφθεί πώς έγινε το σφάλμα.
Αντεπίθεση Χέγκσεθ κατά του δημοσιογράφου
Ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, προσπάθησε να υποβαθμίσει το περιστατικό, επιμένοντας ότι «κανείς δεν έστελνε μηνύματα για σχέδια πολέμου». Μάλιστα, επιτέθηκε στον δημοσιογράφο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, χαρακτηρίζοντάς τον «ανειλικρινή και αναξιόπιστο», υποστηρίζοντας ότι εμπορεύεται ψευδείς ειδήσεις. Παράλληλα, όμως, ο Χέγκσεθ δεν διέψευσε την ύπαρξη της συνομιλίας.
Από την άλλη, ο Δημοκρατικός βουλευτής της Καλιφόρνια, Ρο Χανα, τόνισε πως το περιστατικό κάνει την Αμερική να δείχνει «αδύναμη» απέναντι στους αντιπάλους της και ζήτησε αυστηρότερα μέτρα ασφαλείας στον κυβερνοχώρο.
Η πρώτη αντίδραση Τραμπ
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, όταν ρωτήθηκε σχετικά, δήλωσε άγνοια και επιτέθηκε στο περιοδικό The Atlantic, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό. Δεν είμαι μεγάλος φαν του The Atlantic. Για μένα είναι ένα περιοδικό που καταρρέει». Ωστόσο, δεν αρνήθηκε το περιστατικό, προσθέτοντας μόνο πως η επίθεση στην Υεμένη ήταν «πολύ αποτελεσματική».
Πρωτοφανής αμέλεια με βαριές συνέπειες
Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει ήδη ξεκινήσει να διερευνάται από τις αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου και αποτελεί, όπως τονίζουν αναλυτές, μία από τις σοβαρότερες παραβιάσεις ασφαλείας στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ. Η χρήση ιδιωτικών εφαρμογών για τον συντονισμό απόρρητων στρατιωτικών επιχειρήσεων έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό, καθώς τίθεται πλέον θέμα εθνικής ασφάλειας.
Το ερώτημα που μένει είναι πώς βρέθηκε ένας δημοσιογράφος ανάμεσα στους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου και, κυρίως, τι ακριβώς μοιράστηκαν μαζί του πριν γίνει αντιληπτό το τεράστιο λάθος.
Η υπόθεση αναμένεται να έχει συνέχεια, καθώς ήδη συζητείται ακόμη και η πιθανότητα ποινικών ευθυνών για ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ.