Γνωρίζουμε τον Τεντ Μπάντυ, τον Τζέφρι Ντάμερ, τον Άλμπερτ Φις, τον Τζόακιμ Κρολλ και πολλούς άλλους. Η ιστορία έχει άπειρες «μαύρες» σελίδες, γεμάτες από ονόματα ανδρών- δολοφόνων και θυμάτων τους. Πολλές περιπτώσεις συγκλόνισαν την κοινή γνώμη όταν δημοσιεύθηκαν, άλλες έγιναν ταινία. Το σίγουρο είναι πως δεν ξεχάστηκαν.
Συμβαίνει, όμως, το ίδιο στην περίπτωση των γυναικών δολοφόνων; Σίγουρα οι περιπτώσεις που έχουν βγει στην επιφάνεια με γυναίκες θύτες δεν είναι τόσες πολλές. Υπάρχουν όμως. Και είναι βαμμένες με πολύ αίμα.
Τί συμβαίνει, λοιπόν, όταν (και) το γυναικείο μυαλό ξεπεράσει τα όριά του; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια γυναίκα;
Ακολουθούν οι εννέα πιο αιμοσταγείς και θανατηφόρες γυναίκες που έμειναν χαραγμένες στην ιστορία και που σίγουρα ο τρόμος που σκόρπισαν δεν πρόκειται να λησμονηθεί ποτέ.
Ρόζμαρι Γουεστ
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τί συνέβαινε στο σπίτι με τον αριθμό 25 στην οδό Κρόμβελ. Εκεί κατοικούσε το ζεύγος Φρεντ και Ρόζμαρι Γουεστ.
Και οι δύο είχαν άσχημα βιώματα από την παιδική τους ηλικία και οι μετέπειτα μελέτες των ψυχολόγων έδειξαν ότι είχαν απολέσει τη συνείδησή τους πριν την ενηλικίωση. Η Ρόζμαρι εργαζόταν ως πόρνη και την διακατείχαν πολλά σαδομαζοχιστικά σύνδρομα.
Το ζευγάρι φιλοξενούσε στο σπίτι του άστεγες νεαρές κοπέλες και γυναίκες, στις οποίες υποσχόταν στέγη και παροχή οποιασδήποτε βοήθειας. Τα ανυποψίαστα θύματα στην αρχή ευχαριστούσαν την καλή τους τύχη, για να ανακαλύψουν λίγο αργότερα την απόλυτη φρίκη. Το ζευγάρι πάνω τους ασκούσε όλα τα σαδομαζοχιστικά του ένστικτα, με την τελευταία πράξη να πραγματοποιείται από τη Ρόζμαρι Γουεστ: Δολοφονία με φριχτά βασανιστήρια.
Υπολογίζεται ότι διέπραξε δέκα φόνους, ίσως και περισσότερους.
ΤΖΕΙΝ ΤΟΠΑΝ
Ο πατέρας της έπασχε από σοβαρή ψυχική διαταραχή και η ίδια πέρασε εφιαλτικά παιδικά χρόνια στα ορφανοτροφεία της Βοστόνης. Με την ενηλικίωσή της, ξεκίνησε να εργάζεται ως νοσοκόμα.
Τότε ήταν που ξεκίνησε να πειραματίζεται σεξουαλικά με τους ασθενείς- θύματα, τους οποίους και έφερνε πολύ κοντά στο θάνατο. Στη συνέχεια τους βοηθούσε να συνέλθουν, συνεχίζοντας να ασελγεί στα ταλαιπωρημένα σώματά τους και τέλος τους δηλητηρίαζε. Πρόκειται για ένα τελετουργικό, μία «ιερή διαδικασία», την οποία ακολουθούσε κάθε φορά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και για το ίδιο χρονικό διάστημα. Ακόμα και στις περιπτώσεις των ασθενών που εξέπνευσαν πριν το πέρας της, η στυγνή Τζέιν συνέχιζε, μέχρι να εφαρμόσει όλα τα βήματα.
Διέπραξε 31 φόνους.
Μπελ Σόρσον Γκανς
Πρόκειται ίσως για μία από τις πιο θανατηφόρες γυναίκες όλων των εποχών. Γεννήθηκε στη Νορβηγία και μετακόμισε στις ΗΠΑ όταν παντρεύτηκε έναν Αμερικανό επιχειρηματία. Μαζί του απέκτησε δύο κόρες.
Η Σόρσον δε δίσταζε να διαπράττει φόνους, προκειμένου να εισπράττει χρήματα από τις ασφάλειες. Οι δυο της κόρες ήταν από τα πρώτα της θύματα, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι ιστορικοί. Σύμφωνα με μελέτες τους, η Μπελ δε δίστασε να κάψει την οικογενειακή επιχείρηση για να εισπράξει τα λεφτά της ασφάλειας, αλλά και να δολοφονήσει τον ίδιο της το σύζυγο. Για πολλά χρόνια άνθρωποι εξαφανίζονταν, ενώ η περιουσία της μυστηριωδώς όλο και αυξανόταν.
Διέπραξε συνολικά 42 φόνους.
Βέρα Ρέντσι
Κανείς δεν περίμενε ότι αυτή η αγγελόμορφη γυναίκα θα μπορούσε μέσα της να κρύβει ένα τόσο επικίνδυνο πρόσωπο.
Κι όμως, Βέρα Ρέντσι ξεκίνησε να δολοφονεί στην ηλικία των επτά ετών, όταν δηλητηρίασε το σκυλάκι της με αρσενικό. Όταν η μητέρα της τής είπε πως έπρεπε να δώσουν το σκυλί σε άλλη οικογένεια, η Βέρα προτίμησε να το σκοτώσει από το να το αποχωριστεί και να πάψει να της ανήκει.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και μεγαλώνοντας με τους άνδρες που γνώριζε. Το ακόμα πιο τραγικό είναι πως αυτό έκανε και στο δεκάχρονο γιο της.
Το παράδοξο είναι πως η Βέρα ήταν πολύ όμορφη κι ερωτική γυναίκα για να της αντισταθεί, πόσω μάλλον να την εγκαταλείψει κάποιος από τους αναρίθμητους εραστές της. Ο φόβος και η παθολογική της ζήλια την έκαναν να βλέπει παντού «φαντάσματα» απιστίας, οδηγώντας την στη δολοφονία.
Οι αστυνομικές αρχές βρήκαν και τα 35 θύματά της τοποθετημένα σε τσίγκινα φέρετρα στο κελάρι της. Ενώ αρχικά διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψή της, στη συνέχεια ομολόγησε: «Ήταν άνδρες. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι θα αγκάλιαζαν άλλες γυναίκες μετά από εμένα». Στην παρατήρηση του ανακριτή ότι ανάμεσα στα θύματα βρισκόταν και ο μονάκριβος γιος της εξήγησε: «Ανακάλυψε το μυστικό του κελαριού. Είδε το όνομα του πατέρα του στο φέρετρο. Έγινε έξαλλος και απείλησε να με προδώσει. Δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω. Ναι, ήταν μόνο ένα παιδί. Αλλά κι αυτός θα μεγάλωνε και θα γινόταν άνδρας και, τελικά, θ’ αγκάλιαζε μιαν άλλη γυναίκα».
Διέπραξε συνολικά 35 φόνους.
Δελφίνα και Μαρία ντε Χεσούς Γκονζάλεζ ( Las Poquianchis)
Οι δυο αδελφές ήταν ιδιοκτήτριες ενός οίκου ανοχής στο Μεξικό. Στρατολογούσαν κορίτσια, τα έθιζαν στα ναρκωτικά ώστε να τα αναγκάζουν να ικανοποιούν τις ορέξεις των πελατών. Αν τα κορίτσια αρρώσταιναν ή έχαναν την ομορφιά τους από την κακομεταχείριση και τους βιασμούς, τα σκότωναν. Η αστυνομία οδηγήθηκε στις δύο αδελφές όταν συνέλαβαν μια πόρνη με την υποψία ότι απήγαγε κορίτσια από την περιοχή. Εκείνη τους υπέδειξε τις δύο αδελφές. Στην έρευνα της αστυνομίας στον οίκο ανοχής ανακάλυψαν τα σώματα 11 ανδρών, 80 γυναικών και αρκετών εμβρύων. Δεν καταδικάστηκαν σε θάνατο, ούτε καν σε ισόβια, παρά μόνο σε 40 χρόνια φυλάκιση.
Διέπραξαν συνολικά 102 φόνους (!!!), μαζί με τα έμβρυα.
Μπέβερλι Άλλιτ
Η Άλλιτ ήταν νοσοκόμα που σκότωνε αθώα βρέφη, κάνοντάς τους ενέσεις ινσουλίνης ή άλλων ουσιών για να πάθουν ανακοπή. Μέσα σε 2 εβδομάδες έκανε 13 τέτοιες ενέσεις. Οι γιατροί που την εξέτασαν αργότερα διαπίστωσαν πως έπασχε από μια μορφή συνδρόμου Μινχάουζεν και έτσι προσπαθούσε να κερδίσει το ενδιαφέρον των άλλων. Άλλωστε ήταν γνωστή για τις μεταμφιέσεις της. Επίσης αυτοτραυματιζόταν συχνά για να ασχοληθούν μαζί της οι γιατροί.
Διέπραξε 13 δολοφονίες βρεφών μέσα σε δυο εβδομάδες.
Λεονάρντα Τσιαντσούλι
Η υπόθεσή της συγκλονίζει ακόμα την Ιταλία, παρόλο που έχουν περάσει 74 χρόνια από τότε που βρισκόταν στην ενεργό δράση της.
Η Λεονάρντα δεν έμεινε γνωστή για το πλήθος των φόνων που διέπραξε, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο δολοφονούσε τα θύματά της. Μάλιστα, το τί συνέβαινε μετά στα δολοφονημένα θύματά της είναι κάτι που σοκάρει μέχρι και στις μέρες μας.
Όταν ο μεγαλύτερος κι αγαπημένος γιος της Λεονάρντα, Γκιουζέπε, κλήθηκε να πολεμήσει για την Ιταλία κατά τη διάρκεια του Β” Παγκοσμίου Πολέμου, η στοργική μητέρα γνώριζε πως ο κίνδυνος να σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης ήταν τεράστιος. Σύντομα, λοιπόν, άρχισε να ισχυρίζεται πως την επισκέπτονταν πνεύματα στον ύπνο της, τα οποία της υπαγόρευαν να κάνει ανθρωποθυσίες, προκειμένου να διασφαλίσει πως ο γιος της θα επέστρεφε σώος και αβλαβής.
Η ίδια, από πολύ νέα, ήταν στη γειτονιά της κάτι σαν μάντισσα, και πολλές γυναίκες την επισκέπτονταν για να τους πει τα μελλούμενα επ” αμοιβής.
Θύματά της ήταν τρεις ηλικιωμένες γειτόνισσες και πελάτισσές της. Ο τρόπος δολοφονίας ήταν ο ίδιος και τις τρεις περιπτώσεις: Τους προσέφερε τσάι που περιείχε υπνωτικό και μόλις αποκοιμίζονταν, τις τεμάχιζε με ένα τσεκούρι. Τα πτώματά τους τα μετέφερε στην μπανιέρα, όπου περιέχυνε την καυστική σόδα που χρησιμοποιούσε για να φτιάξει σαπούνι, και το αίμα το χρησιμοποιούσε για να φτιάξει κουλουράκια για να συνοδεύει το τσάι της.
Το φοβερό μυστικό της ανακάλυψε η κουνιάδα της, η οποία και την κατέδωσε στην αστυνομία. Η Λεονάρντα δε δίστασε να ομολογήσει αμέσως τα εγκλήματά της, δίχως το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας.
Σαρλίν Γκαλέγκο
Επί πέντε ολόκληρα χρόνια (1979- 1984), η Σαρλίν Καλέγο και ο σύζυγός της, Τζέραλντ, βίαζαν και δολοφονούσαν γυναίκες κι έφηβα κορίτσια.
Όταν συνελήφθησαν , η Σαρλίν κατέθεσε εναντίον του συζύγου της, δίνοντας πολλές χρήσιμες πληροφορίες για την εύρεση των πτωμάτων. Αυτό βελτίωσε τη θέση της κι έτσι γλίτωσε τη θανατική ποινή. Το ίδιο, όμως, δε συνέβη με το σύζυγό της. Η ίδια καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Οι συγκρατούμενες της Σαρλίν ζήτησαν πολλές φορές να αλλάξουν κελί, μιας και δεν άντεχαν τις συνεχώς επαναλαμβανόμενες ιστορίες της για τις δολοφονίες που διέπραξε. Έλεγε διαρκώς πόσο εκστασιασμένη ένιωθε όταν διέπραττε τους φόνους.
Διέπραξε συνολικά 11 δολοφονίες: εννέα γυναίκες κι έφηβα κορίτσια, έναν άνδρα κι ένα βρέφος, λίγες μέρες πριν γεννηθεί.
Ενρικέτα Μαρτί
Διέπραξε τα εγκλήματά της στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1900- 1912), αλλά έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Το Βαμπίρ της Βαρκελώνης». Η Ενρικέτα, μια γυναίκα με διπλή ζωή, το πρωί κυκλοφορούσε ως μητέρα- ζητιάνα και το βράδυ απολάμβανε την πολυτελή ζωή πλάι στον εύπορο ζωγράφο σύζυγό της. Αποσπούσε αδρά χρηματικά ποσά από τις κυρίες της Καταλονικής αφρόκρεμας, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μάγισσα και γητεύτρα.
Τα υλικά με τα οποία κατασκεύαζε τα «μαγικά» φίλτρα της ήταν σπάνια και δυσεύρετα. Γρήγορα, όμως, κάποιες πελάτισσες ανακάλυψαν μυστικά των συνταγών της κι έτσι κατάλαβε πως έπρεπε να ανανεώσει την πραμάτεια της. Τότε ήταν που ξεκίνησε να δολοφονεί πολύ μικρά παιδιά, από τα οποία αποσπούσε μέχρι και το μυελό των οστών για να παρασκευάσει όσο το δυνατόν πιο πρωτοποριακές συνταγές. Ταυτόχρονα, όμως, συνέχιζε την επαιτεία, απαγάγοντας παιδιά, τα οποία έκρυβε στο σπίτι της. Εργαζόταν, όμως, και ως πόρνη πολυτελείας.
Οι απαγωγές- εξαφανίσεις πολλών μικρών παιδιών της Βαρκελώνης οδήγησαν την αστυνομία στα ίχνη της. Εκείνη ομολόγησε τους φόνους της και προγραμματίστηκε δίκη, προκειμένου να οριστεί η ποινή της.
Η μοίρα, όμως, είχε αποφασίσει να μη γίνει ποτέ αυτό το δικαστήριο: Δολοφονήθηκε από μία συγκρατούμενή της, όπως όριζε ο άγραφος τότε νόμος των φυλακών για τους φονιάδες παιδιών…
Διέπραξε συνολικά 12 δολοφονίες, όλα τα θύματα των οποίων ήταν μικρά παιδιά και βρέφη. Λόγω έλλειψης στοιχείων δεν κατηγορήθηκε για τη δολοφονία άλλων τεσσάρων παιδιών, χωρίς, όμως αυτό να αναιρεί πως αυτή ήταν η βασική ύποπτος.