Ποιο ήταν το πρώτο ζώο που εμφανίστηκε στη Γη; Παλαιοντολόγοι και εξελικτικοί βιολόγοι δεν βαριούνται να διαφωνούν για την απάντηση. Η τελευταία γενετική μελέτη δείχνει πάντως να επιβεβαιώνει την κρατούσα θεωρία που θέλει τους σπόγγους να είναι οι αρχαιότεροι προπαππούδες μας.
Όλα τα ζώα πιστεύεται ότι κατάγονται από μονοκύτταρους ευκαρυωτικούς οργανισμούς που έζησαν πριν από 600 και κάτι εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με την παλαιότερη και πιο διαδεδομένη σήμερα άποψη, το πρώτο ζώο ήταν κάτι σαν σφουγγάρι (ή τουλάχιστον οι σπόγγοι ήταν το πρώτο παρακλάδι που διαχωρίστηκε από την εξελικτική γραμμή των υπόλοιπων ζώων).
Τα σφουγγάρια δεν διαθέτουν νευρικό σύστημα, μυς και διαφοροποιημένους ιστούς, ήταν λοιπόν λογικό να υποθέσει κανείς ότι τα ζώα αυτά εμφανίστηκαν νωρίτερα στην εξέλιξη από άλλα, πιο περίπλοκα ζώα.
Ευρήματα που έρχονται σε αντίθεση με αυτήν την λογικοφανή ιδέα άρχισαν να έρχονται την περασμένη δεκαετία από γενετικές μελέτες (για παράδειγμα αυτή), οι οποίες έδειχναν ότι ο αρχαιότερος κλάδος στο εξελικτικό δέντρο των ζώων είναι τα κτενοφόρα: ζελατινώδη πλάσματα σαν μέδουσες που κολυμπούν με μικροσκοπικά μαστίγια και συλλαμβάνουν τη λεία τους με κολλώδη πλοκάμια.
Το πρόβλημα με τα ευρήματα αυτά είναι ότι έρχονται σε αντίθεση με την παλιά άποψη ότι η πολυπλοκότητα των ζώων αυξήθηκε στην πορεία του εξελικτικού χρόνου: σε αντίθεση με τα σφουγγάρια, τα κτενοφόρα διαθέτουν νευρικό σύστημα, έστω και υποτυπώδες. Και αν τα κτενοφόρα ήταν όντως τα πρώτα ζώα, οι σπόγγοι θα πρέπει να έχασαν εκ των υστέρων το νευρικό σύστημά τους.
Οι μελέτες για το θέμα συνεχίζουν να είναι αντιφατικές. Στην τελευταία μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην έγκριτη επιθεώρηση Current Biology, διεθνής ομάδα εξετάζει 1.719 γονίδια από ένα μεγάλο εύρος ζώων, χρησιμοποιώντας μαθηματικά μοντέλα για να εξετάσουν πώς τα γονίδια αυτά εξελίχθηκαν σε διαφορετικούς κλάδους, λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες γενετικές αλλαγές είναι πιο πιθανές από άλλες.
Έπειτα από απαιτητικούς υπολογισμούς που μοιράστηκαν σε υπολογιστές στον Καναδά, τη Γερμανία, το Βέλγιο και τη Γαλλία, το βασικό μοντέλο της μελέτης τοποθέτησε τους σπόγγους στη βάση του δέντρου των ζώων -διαψεύδοντας έτσι άλλες γενετικές αναλύσεις που βασίστηκαν σε διαφορετικές μεθόδους ή μοντέλα.
Τα αποτελέσματα, όμως, δεν αποτελούν απόδειξη και σίγουρα δεν θα μείνουν στο απυρόβλητο. Σχολιάζοντας τη μελέτη, ο Ντέιβιντ Χίλις του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Όστιν, ο οποίος δεν συμμετείχε στην ανάλυση, επισημαίνει ότι ορισμένα διαφορετικά μοντέλα που χρησιμοποίησε η ερευνητική ομάδα έδιναν διαφορετικό αποτέλεσμα και έβαζαν τα κτενοφόρα στη βάση του δέντρου.
«Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα αντιστρέφονται με διαφορετικά μοντέλα είναι κακό σημάδι» λέει ο Χίλις στο δικτυακό τόπο του Nature.
«Χρησιμοποίησαν μεγάλο σετ δεδομένων, όμως είναι σχεδόν σίγουρο πως αυτή δεν είναι η τελευταία λέξη».