Μπορεί οι στίχοι γνωστού τραγουδιού να λένε πως «τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε», αλλά ο Παύλος Κορωναίος τα κατάφερε. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Συνέντευξη στην Ελένη Λαζάρου
Άφησε την ζωή του στην Αθήνα και πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο νησί που γεννήθηκε, να ασχοληθεί με τον φούρνο του πατέρα του που λειτουργεί στις εγκαταστάσεις ενός παλιού ελαιοτριβείου και κάνει παραδοσιακά παξιμάδια και να ζήσει μία ζωή όπως την είχε ονειρευτεί.
Παίζει τρομπέτα στην φιλαρμονική του νησιού, είναι πρόεδρος του τοπικού συλλόγου του χωριού του με το όνομα «Πορτοκαλιά» που έχει σκοπό να αναβαθμίσει την ζωή του τόπου, ενώ συμμετέχει στην οργάνωση ενός εναλλακτικού καλοκαιρινού φεστιβάλ με capoeira, yoga, fitness, acrobatics, open lectures που προωθεί έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής σε έναν εναλλακτικό τόπο.
Ο Παύλος Κορωναίος διηγείται την ιστορία του στο ΚoolΝews.gr και την Ελένη Λαζάρου.
Εξηγήστε μας τι ακριβώς είναι το παξιμάδι Κυθήρων και πως παράγεται.
«Το παξιμάδι Κυθήρων είναι ίσως το πιο βασικό, αντιπροσωπευτικό τοπικό προϊόν του τόπου. Πολύ το αποκαλούν απλά «λαδοπαξίμαδο» γιατί βασικό του συστατικό είναι το ιδιαίτερο ελαιόλαδο του νησιού. Είναι αυτό που το κάνει τόσο μοναδικά γευστικό και ο λόγος για τον οποίο μια δαγκωνιά φέρνει και δεύτερη και Τρίτη.
Το αλεύρι που χρησιμοποιούμε για την παρασκευή του είναι σταρένιο και δεν υπάρχει ίχνος ζάχαρης και συντηρητικών. Λέγοντας παξιμάδι συνηθίζαμε να εννοούμε κάτι σκληρό και σχετικά άγευστο το οποίο για να μπορεί να καταναλωθεί χρειαζόταν βρέξιμο έτσι ώστε να μαλακώσει.
Το παξιμάδι Κυθήρων είναι αφράτο και πολύ τραγανό. Τρώγεται εύκολα ακόμα και μόνο του. Είναι σύνηθες να το σπάμε σε μικρότερα κομμάτια και να το βάζουμε στην σαλάτα μας, ή να το βουτάμε σε καφέ, γάλα και τσάι, ή να το συνδυάζουμε με λαδοτύρι και μέλι Κυθήρων, ή να το αλέθουμε και να το χρησιμοποιήσουμε σαν γαλέτα στην μαγειρική μας, ή -αν είμαστε εραστές της σοκολάτας- (που είμαστε) να το αλείφουμε με μερέντα.
Για τους παραπάνω λόγους το παξιμάδι Κυθήρων πέρα απο τοπικό προϊόν λειτουργεί και σαν τουριστικό προϊόν μιας και είναι άρρητα συνδεδεμένα με το νησί. Όποιος δοκιμάσει λαδοπαξίμαδο, το μυαλό του ταξιδεύει αυτομάτως στο νησί των Κυθήρων (είτε λησμονώτας το καλοκαίρι που έχει περάσει εκεί, είτε ανυπομονώντας επιτέλους να το βρει μιάς και «τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε»). Το βασικό χαρακτηριστικό του λαδοπαξίμαδου Κυθήρων είναι η μεγάλη διάρκεια ζωής του. Είναι βασικά και ο λόγος δημιουργίας του.
Την εποχή που δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, προφανώς και δεν υπήρχαν και ψυγεία. Υπήρχε ανάγκη λοιπόν να «δημιουργηθεί» μια τροφή που να αντέχει «για πάντα». Έχοντας αλεύρι (εκείνη την εποχή γινόταν μεγάλη καλλιέργεια σιτηρών στο νησί) και λάδι, αναβάθμισαν το ψωμί και κάπως έτσι γεννήθηκαν τα παξιμάδια, τα οποία αλλιώς λέγονται και διπυρίτες γιατί μπαίνουν στον φούρνο 2 φορές. Μετά την πρώτη φορά είναι ακόμα μαλακά σαν ψωμί (βλασερά τα λέμε σε αυτή τη φάση και για να γευτεί κάποιος θα πρέπει να βρεθεί πρωινές ώρες στον φούρνο μας) και μετά το δεύτερο φούρνισμα είναι στεγνά και τραγανά όπως τα γνωρίζουμε.
Η μέθοδος παραγωγής είναι στο μεγαλύτερο κομμάτι της αυτοματοποιημένη πέρα από το κόψιμο, το οποίο γίνεται με το χέρι- σπάτουλα (ωραίο να το παρακολουθείς αλλά πολύ κουραστικό να το κάνεις)».
Ο δικός σας φούρνος πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε ;
«Εξελίχθηκε σίγουρα διαφορετικά από ότι ξεκίνησε. Ας πάμε λίγο πριν το 1992. Εκείνη την εποχή η οικογένεια μου και εγώ ζούσαμε στην Αθήνα. Με τα αδέλφια μου (2 αδελφές και 1 αδελφός) και την μάνα μου περνάγαμε όλο και όλα τα καλοκαίρια στο νησί (3 μήνες), ενώ ο πατέρας μου αναγκαστικά έπρεπε να μείνει στην Αθήνα για να δουλέψει το ταξί που τότε είχαμε, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει το νησί μόνο 10 μέρες του Αυγούστου.
Για καιρό έψαχνε κάποια ευκαιρία, μια αφορμή για να αφήσει την πόλη και να μετακομίσει στον τόπο που γεννήθηκε. Κάπου τότε λοιπόν ακούσαμε για έναν φούρνο (μισό μερτικό για την ακρίβεια) που ήταν προς πώληση. Αυτό ήταν. Την επόμενη κιόλας μέρα το ταξί έκανε φτερά και ο πατέρας μου βρέθηκε στο νησί (χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με την αρτοποιεία μέχρι τότε) και να περνάει σχεδόν όλο το χρόνο στο τόπο που λάτρευε.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο πατέρας μου έμαθε και εξέλιξε την συνταγή και την παραγωγική διαδικασία του παξιμαδιού. Εγώ τότε έμενα Αθήνα αλλά τα καλοκαίρια βοήθαγα λίγο στον τότε φούρνο. Δεν καταλάβαινα σαν παιδί πολλά, όμως ένιωθα ότι το αυτό το προϊόν θα μου αλλάξει την ζωή.
Ο πατέρας του πατέρα μου είχε ένα ελαιοτριβείο στον Καραβά (βόρεια του νησιού) το οποίου λειτουργούσε από το 1932 μέχρι και το 1964. Έκτοτε ήταν ένα καλοδιατηρημένο ερείπιο. Εξαιτίας του συναισθηματικού δεσίματος που είχε ο πατέρας μου με τον πατέρα του ένιωθε από πάντα την ανάγκη/υποχρέωση να κάνει κάτι με το κτίριο. Έτσι,
του ήρθε η ιδέα να κάνουμε το ελαιοτριβείο αρτοποιείο! Η κατάσταση και το μέγεθος του κτιρίου έκαναν απαγορευτικά ακριβό αυτό το όνειρο. Μέχρι τις αρχές του 2000.. Τότε ήταν που ήρθαν τα πρώτα Προγράμματα Κοινωνικής Στήριξης (πρόγονος του ΕΣΠΑ). Με την βοήθεια της Αναπτυξιακής των Κυθήρων ετοιμάσαμε την πρότασή μας ή οποία και χρηματοδοτήθηκε σε ποσοστό 60% από το Γ’ ΚΠΣ 2000-2006. Ποσοστό αρκετό έτσι ώστε να κάνουμε το όνειρο πραγματικότητα. Κάπου εκεί λοιπόν ξεκινάει η λαμπρή ιστορία του «Αρτοποιείου του Καραβά». Καλοκαίρι 2006.
Εδώ να επισημάνω ότι η χρηματοδότηση ήταν μόνο το «όχημα», του οποίου «οδηγός» ήταν ο πατέρας μου, έχοντας σαν «συνοδηγό» την μάνα μου και στα πίσω καθίσματα τα αδέλφια μου και εμένα. Υπήρχε κοινό όραμα και πολύ αγάπη (και ίσως περισσότερη τρέλα) για να κάνουμε ένα κτίριο 500 περίπου τετραγωνικών φούρνο. Σε ένα χωριό που μέχρι εκείνη την εποχή ήταν «εκτός χάρτη». Και σε ένα νησί με ένα μόλις μήνα τουριστική σεζόν.
Έχοντας το know – how του παξιμαδιού, τις κτιριακές εγκαταστάσεις, τις επαφές αλλά και πολύ διάθεση από τους πρώτους μήνες κλείσαμε μια σημαντική συνεργασία με μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ (ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ – Σειρά προϊόντων: O AB KONTA ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ). Πριν περάσει ο πρώτος χρόνος πιστοποιήσαμε και την διαδικασία παραγωγής με το σύστημα ISO 22000. Ήμασταν η πρώτη επιχείρηση στο νησί που μπήκε στην διαδικασία πιστοποίησης και από τα πρώτα αρτοποιεία (τέτοιου μεγέθους) σε όλη την Ελλάδα.
Με μεθοδικότητα, σοβαρότητα και συνέπεια στην υψηλή ποιότητα μετά τα πρώτα δυο χρόνια λειτουργίας η ζήτηση μας ανάγκασε να μεγαλώσουμε το εργαστήριό μας και να αναβαθμίσουμε τον εξοπλισμό μας.
Καταφέραμε να κάνουμε το αρτοποιείο μας βασικό αξιοθέατο του νησιού όχι μόνο εξαιτίας των προϊόντων του αλλά και γιατί στον χώρο του έχουμε κρατήσει όλα τα παλιά μηχανήματα του ελαιοτριβείου σαν εκθέματα και κάνουμε ξεναγήσεις σε όποιον θέλει να μάθει (γκρουπ τουριστών, σχολικές τάξεις κτλ) το πώς λειτουργούσε ένα ελαιοτριβείο της τότε εποχής.
Στις μέρες μας έχουμε αναβαθμίσει τόσο την φήμη του λαδοπαξίμαδου Κυθήρων και το εμπιστεύεται τόσο πολύ ο καταναλωτής που παράγουμε πάνω από ένα τόνο ημερησίως και διανέμουμε στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο πάνω από 5 τόνους την βδομάδα».
Εσείς πώς πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε στο νησί ; Είχατε ξανα-ασχοληθεί με το αντικείμενο; Είχατε φανταστεί ποτέ πως θα κάνατε αυτή τη δουλειά;
«Εγώ λοιπόν γεννήθηκα στα Κύθηρα. Έζησα τα πρώτα 3 χρόνια της ζωής μου εκεί, σαν Μόγλης. Μέσα στις κότες και τα χώματα. Μέσα στις μυρωδιές και τα χρώματα της Τσιριγώτικης γης (Τσιρίγο = Κύθηρα). Από τα 3 μέχρι και τα 25 μου ήμουν στην Αθήνα (Περιστέρι). Εκεί πήγα σχολείο και σχολή (ΤΕΙ Πειραιά-πολιτικών και δομικών έργων). Εκεί πέρναγα τους χειμώνες μου περιμένοντας το καλοκαίρι να ξαναέρθει για να πάω στο νησί μου!! Από πάντα ήθελα να επιστρέψω στα Κύθηρα. Απλά νόμιζα ότι θα το κάνω γύρω στα 60 μου μαζί με την οικογένεια μου.
Οι ρυθμοί στην πόλη όμως ένιωθα ότι μου ρούφαγαν την ενέργεια τόσο που κοιμόμουν και ξύπναγα το ίδιο κουρασμένος. Ένιωθα ότι η πόλη δεν μου προσφέρει τίποτα αλλά ούτε και εγώ σε αυτήν. Η απρόσωπη πολυκοσμία, η φασαρία, η κίνηση, το γκρι και η αίσθηση ότι κανείς δε νοιάζεται για τίποτα άλλο πέρα από το να φτάσει στην ώρα του, με έκαναν μεγαλώνοντας να προετοιμάζω ψυχολογικά το πλάνο της μεγάλης φυγής.
Έτσι, σιγά σιγά άρχισα να διογκώνω τα αρνητικά της πόλης και συγχρόνως να εξυψώνω τα θετικά των Κυθήρων. Τα έβαλα όλα σε μια ζυγαριά. Έφτιαξα τις προτεραιότητές μου. Δεν ήταν εύκολο για έναν νέο στην ηλικία μου, να φύγει από την Αθήνα (πριν την κρίση) και να πάει να ζήσει στην επαρχία. Γι’ αυτό και η διαδικασία κράτησε περίπου 2-3 χρόνια. Μέχρι να έρθει το χαρτί της κατάταξής μου το 2005. Τέλη 2005, αρχές 2006 ξεκινάει η νέα μου ζωή. Η ζωή που πάντα ήθελα. Μια ζωή δίπλα στην φύση, σε μια κοινωνία που νιώθω άνθρωπος.
Όταν ήμουν μικρός δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα γίνω «φούρναρης». Με φανταζόμουν αρχικά αστρονόμο, στη συνέχεια, αρχιτέκτονα και μετά φωτογράφο του national geographic, αλλά μέχρι εκεί.
Πέρα από την σχολή μου (που δεν τελείωσα ποτέ) βασική μου ασχολία ήταν η τέχνη της Capoeira που ξεκίνησα το 2000 – 2001 και μέχρι και να φύγω από την Αθήνα έκανα σχεδόν κάθε μέρα. Για κάποιο διάστημα έβγαζα το χαρτζιλίκι κάνοντας τον dj με τον κολλητό μου σε ένα μπαρ στα Πατήσια και για κάποια άλλη περίοδο δούλευα σε ένα δικηγορικό γραφείο».
Η δουλειά και η ζωή εκεί πως είναι; Δηλαδή είναι καλύτερα από ό,τι στην Αθήνα; Η απόφασή σας δικαιώθηκε;
«Η δουλειά τους 9 – 10 μήνες τον χρόνο είναι σταθερή με λίγη δουλειά εντός νησιού και πολύ εκτός. Τους υπόλοιπους 2 – 3 καλοκαιρινούς μήνες εξαιτίας του τουρισμού, έχουμε περισσότερη λιανική και μένουμε ανοιχτοί κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Το προσωπικό είναι σταθερό όλο το χρόνο (πάνω από 10 άτομα) και το κλίμα είναι οικογενειακό και φιλικό μιας και όλοι είναι από το χωριό ή από τριγύρω χωριά και κάνουμε παρέα και εκτός δουλειάς. Η ζωή στο νησί με μια κουβέντα είναι ΠΟΙΟΤΙΚΗ.
Ακόμα και στην παραλία να μην είσαι, έχεις συνέχεια οπτική επαφή με την θάλασσα. Το νησί είναι πολύ πράσινο με πολλά νερά και μεγάλη μορφολογική ποικιλία (λόφοι, λαγκάδια, πεδιάδες κυλ). Και εννοείται, πάνω από όλα έναν ουρανό καθαρό χωρίς κανένα εμπόδιο ενδιάμεσα. Η ζωή μέσα σε ένα τόσο πολύχρωμο κόσμο δεν μπορεί παρά να είναι υπέροχη. Μην μιλήσω για ήχους και για αρώματα….
Ένα ακόμα σημαντικότατο πράγμα είναι το εξής: η διατροφή. Μπορείς αν θες να αποφύγεις «αγνώστου» ποιότητας τυποποιημένα κρέατα, λαχανικά κα φρούτα εισαγωγής που βρίσκεις στα σούπερ μάρκετ μιας και το νησί έχει αφθονία κρέατος και οπωροκηπευτικών. Άσε που οι περισσότεροι έχουν τις δικές τους κότες και το δικό τους περιβολάκι.
Πέρα από αυτά, είμαστε ένα μεγάλο νησί που κάποτε φιλοξενούσε πάνω από 10000 κατοίκους και τώρα είμαστε δεν είμαστε 3500. Η πλειοψηφία των κατοίκων έχουν μια ηλικία και πάνω και δυστυχώς υπάρχει σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό ένας συντηρητικός τρόπος σκέψεις. Όμως υπάρχουν και ομάδες ανθρώπων που είναι ενεργές και που μέσα από τις πολιτιστικές, κοινωνικές, πολιτικές, αθλητικές και επαγγελματικές δράσεις τους προσπαθούν να αλλάξουν προς το καλύτερο την κουλτούρα του τόπου.
Οι άνθρωποι είναι πιο ήρεμοι, πιο φιλικοί και γενικά κινούνται στους χαλαρούς ρυθμούς του τόπου. Άρα ναι, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι σε αυτή τη φάση η ζωή στα Κύθηρα είναι καλύτερη από ό,τι στην Αθήνα (για μένα ή για κάποιον που επιλέγει τον τόπο για να ζήσει).
Να πω εδώ όμως ότι ο τόπος ζωής από μόνος του δεν σου αναβαθμίζει ή υποβαθμίζει την ζωή. Ο τρόπος ζωής είναι αυτός που μας κάνει να απολαμβάνουμε αυτά που θέλουμε. Υπάρχει κόσμος στο νησί που δεν απολαμβάνει καθόλου την θάλασσα και μπορεί κάποιος να μένει στο Παγκράτι και να πηγαίνεις πιο συχνά για μπάνιο. Άρα τρόπος και όχι μόνος τόπος ζωής.
Προσωπικά, τώρα νιώθω απόλυτα δικαιωμένος με την απόφασή μου μιας και κατάφερα να συνδυάσω τον τρόπο ζωής που ήθελα με τον τόπο που ήθελα. Ακούγεται πολύ ρομαντικό και απόλυτα ιδανικό άρα και ίσως και δύσκολο για κάποιον άλλον. Αν όμως θέλουμε όλοι μπορούμε να βρούμε τα δικά μας «Κύθηρα»…».
Τώρα τι προϊόντα παράγετε και πού τα διαθέτετε;
«Βασικό μας προϊόν είναι το λαδοπαξίμαδο, αλλά παράγουμε και άλλα (κατά βάση παξιμάδια) σε διάφορες γεύσεις (και γλυκά και αλμυρά): ολικής άλεσης, κρίθινα, πικάντικα, με ελιά και ρίγανη, πορτοκαλιού, αμυγδάλου με μέλι, γλυκάνισου, χαρουπιού, και με κακάο. Σύντομα θα έχουμε και κάποιες νέες γεύσεις.
Έχουμε επίσης ποικιλία βουτημάτων όπως: βανίλιας, αμυγδάλου, σοκολάτας, μούστου, λεμονιού, βουτύρου και κανέλας. Κριτσίνια όπως: κρασιού, ολικής άλεσης, κανέλας με μέλι, με αλεύρι ζέα και καλαμποκιού. Καθώς επίσης και ροζέδες και λεμονοροζέδες που είναι τοπικά γλυκά με βάση το αμύγδαλο. Εποχιακά: τσουρέκια, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, αλλά και ποικιλία ψωμιών με πιο ιδιαίτερο όλων το μελόψωμο!
Η διανομή γίνεται σε όλο το νησί καθώς και σε όλη τον Ελλαδικό χώρο μέσο αλυσίδων σούπερ μάρκετ και παντοπωλείων. Σύντομα θα ξεκινήσουμε και την εξαγωγή μερίδας των προϊόντων εντός και εκτός της Ευρώπης. Όλα τα προϊόντα μας είναι χειροποίητα και χωρίς καμία προσθήκη συντηρητικών».
Υπάρχει μυστικό επιτυχίας;
«Το βασικό «μυστικό» είναι το μεράκι και το πάθος για αυτό που κάνουμε.
Σε δεύτερη φάση αυτό που μετράει είναι η εξής λέξη: ΠΟΙΟΤΗΤΑ και κατ’ επέκταση συνέπεια στην ποιότητα ξέροντας ότι η γεύση μπορεί να είναι υποκειμενική αλλά η ποιότητα είναι αντικειμενική και για αυτό πρώτος και απαράβατος κανόνας είναι η υψηλή ποιότητα.
Αν έχεις λοιπόν μεράκι, μπορείς να έχεις και ποιότητα, και αν έχεις και ποιότητα και ξέρεις που και πώς να την «πουλήσεις» τότε έχεις πετύχει.. Δεν θα μπορούσε να πετύχει τίποτα απ’ όλα αυτά όμως αν και εφόσον δεν υπάρχει ομάδα.
Είμαστε μια ομάδα που ξέρει τις αρμοδιότητές του ο καθένας. Ο πατέρας μου ασχολείται με την παραγωγή του παξιμαδιού, η μάνα μου με την παραγωγή γλυκών, βουτημάτων, μαρμελάδων κτλ, η αδελφή μου με τον γαμπρό μου ασχολούνται με τις παραγγελίες, τα λογιστικά, εγώ πιο πολύ με την ασφάλεια και την παρακολούθηση του συστήματος ISO και η άλλη μου αδελφή με τον αδελφό μου που μένουν στην Αθήνα βοηθάνε με νέους πελάτες.
Και όλοι μαζί συζητάμε θέματα που αφορούν την πορεία και το μέλλον της επιχείρησης».
Θα χαρακτηρίζατε την προσωπική σας εξέλιξη ως «success story»;
«Από τη στιγμή που μπορώ να συνδυάζω τον τρόπο με τον τόπο ζωής που ήθελα, τότε ναι πιστεύω που είμαι ευτυχισμένος άρα και επιτυχημένος κατά μια γενικότερη έννοια.
Μέσα σε όλα αυτά βέβαια νιώθω και πολύ τυχερός που έχω μια υπέροχη (και πολυπληθή) οικογένεια αλλά και πολλούς καλούς φίλους που μαζί απολαμβάνουμε, ανησυχούμε και δρούμε για να κάνουμε την ζωή μας όλο και καλύτερη και όχι μόνο για εμάς αλλά και γενικότερα για την κοινωνία των Κυθήρων για το σήμερα αλλά και για το αύριο».
Θα συμβουλεύατε νέους ανθρώπους να επιστρέψουν στην επαρχία και να ασχοληθούν με πιο παραδοσιακά επαγγέλματα;
«Η απάντηση είναι απλή και αυτονόητη: ΝΑΙ, εφόσον αυτό θέλουν.
Η επαρχία στα μάτια του Έλληνα μεταξύ 20 – 30 χρόνων είναι απαξιωμένη και υποβαθμισμένη. Είναι λογικό αυτό γιατί για παράδειγμα οι γονείς μου που πέρασαν τα νιάτα τους εκείνες τις δύσκολες εποχές έφυγαν από την επαρχία για να μας προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον, μια ζωή που οι ίδιοι δεν είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν. Μια ζωή στην πόλη με τις πολλές ευκαιρίες. Οι γονείς σίγουρα εκείνη την εποχή θα ευχόντουσαν μεγαλώνοντας να γίνω αρχιτέκτονας ή γιατρός στην Αθήνα παρά φούρναρης στα Κύθηρα.
Έτσι μεγαλώσαμε αυτές οι γενιές που τώρα με την κρίση και την κατάρρευση αυτού του μοντέλου ζωής έχουμε συγχυσθεί και δεν ξέρουμε σε τι να ελπίζουμε. Δειλά – δειλά (πολύ δειλά όμως) υπάρχει μια τάση αποκέντρωσης με αποτέλεσμα σε πρώτη φάση μέρος του πληθυσμού να αρχίζει να αναθεωρεί την έννοια της επαρχίας.
Όταν αρχίσει κόσμος να ξαναγεμίζει τα χωριά είτε γιατί επέλεξε να φύγει από την πόλη είτε γιατί η πόλη και η όλη κατάσταση τον έδιωξε, τότε θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι οι επόμενες γενιές θα εκτιμούν περισσότερο την επαρχία.
Πρακτικά και σε βιοποριστικό επίπεδο, με το τι θα μπορούσε κάποιος να ασχοληθεί στα Κύθηρα λόγου χάρη. Πέρα από τα προφανή, αλλά όχι και τόσο επικερδή στις μέρες μας, τουριστικά (μαγαζιά, φαγάδικα και δωμάτια) υπάρχει άφθονη γη να κάνει ό,τι θέλει.
Μεγάλη παρανόηση υπάρχει σε αυτό το κομμάτι. Το τι σημαίνει να είσαι αγρότης στις μέρες μας. Σίγουρα είναι κάτι το οποίο έχει να κάνει με την γη, άρα και με τις κάποιες προφανείς δυσκολίες, όμως απέχει πολύ από την έννοια αγρότης που υπήρχε 40 χρόνια πριν. Τι εννοώ;
Πλέον υπάρχει και η τεχνολογία και τα μηχανήματα έτσι ώστε η ενασχόληση με τον πρωτογενή τομέα να γίνεται πιο εύκολα αλλά ακόμα περισσότερα υπάρχει μια παγκόσμια αγορά που θα μπορούσες να διοχετεύσεις τα προϊόντα σου. Αυτός είναι ο σύγχρονος μορφωμένος αγρότης που δεν ξέρει μόνο πώς να «εκμεταλλευτεί» τη γη αλλά να ξέρει και πώς και πού θα πουλήσει, άρα και να μπορεί να έχει και οικονομικό αντίκρισμα.
Υπάρχουν παραδείγματα ανά την Ελλάδα, αλλά και στα Κύθηρα, επιτυχημένων αγροτών νέας γενιάς που μπορεί κάποιος να εμπνευστεί. Σε άμεση σχέση και συνέχεια μια άλλη κατηγορία που θα μπορούσε κάποιος να ασχοληθεί είναι τα τοπικά προϊόντα. Εδώ δεν θα πω περισσότερα μιας και η δική μας επιχείρηση είναι ένα καλό παράδειγμα.
Άρα λοιπόν θα πω ότι ναι αν κάποιος θέλει να ζήσει στην επαρχία, τότε υπάρχουν πολλά που μπορεί να κάνει. Απλά το μεγάλο θέμα είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει (και σε επίπεδο κράτους, αλλά και σε επίπεδο λαού) το πόσο πλούσια χώρα είμαστε. Το πόσο ευλογημένη γη έχουμε. Αν το καταλάβουμε, τότε θα το αγαπήσουμε, και τότε θα ασχοληθούμε και τότε θα το εκμεταλλευτούμε. Όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα».
Πώς βλέπετε τα πράγματα για το μέλλον;
«Είμαι αισιόδοξος ότι το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο. Έστω και αργά ο κόσμος ξεπερνάει το κοινωνικοπολιτικό σοκ των τελευταίων χρόνων. Αρχίζει να αναθεωρεί τις αρχές και αξίες του. Διαπιστώνει ότι το μοντέλο της προηγούμενης δεκαετίας δεν λειτουργεί πια. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπορεί να λειτουργεί.
Ο κόσμος ενεργοποιείται και οργανώνεται. Δεν περιμένει καμία σωτηρία από το κράτος. Ξέρει ότι δεν μπορεί να μείνει με τα χέρια σταυρωμένα. Πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Κανείς δεν θα ενδιαφερθεί περισσότερο για εμάς και τα παιδιά μας από εμάς. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο αύριο».