Μία πόλη της Νότιας Ιταλίας, η Ματέρα είναι η «Καππαδοκία της Ιταλίας» και κλείνει στους τοίχους και στις σπηλιές της ολόκληρη την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη αφού τα παλαιότερα ευρήματα φθάνουν στην Παλαιολιθική Εποχή.
Η Ματέρα απέκτησε διεθνή φήμη με την αρχαία πόλη «Sassi di Matera» – που σημαίνει «οι πέτρες-σπηλιές της Ματέρα» ενώ το μοναστηριακό συγκρότημα Madonna delle Virtu και San Nicola del Greci, η εκκλησία του San Pietro Caveoso, η εκκλησία Santa Maria D’ Idris καθώς και η εκκλησία Santa Lucia alle Malve είναι διάσημα αξιοθέατα της Ματέρα.
Η περιοχή κατοικήθηκε από τον 6ο π.Χ. αιώνα και ήταν τμήμα της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας. Τρεις αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι θα οχυρώσουν την πόλη σε ένα ύψψμα 400 μέτρων. Ακριβώς από κάτω από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στον μαλακό, ασβεστώδη βράχο: το Sasso Caveoso και το Sasso Barisano που σημαίνουν τον σπηλαιώδης βράχο και το βράχο του Μπάρι ή των Βαρισίων αντίστοιχα. Η μαλακή σύστασης του βράχου οδήγησε τους κατοίκους στη δημιουργία ενός αξιοθαύμαστους δικτύου όπου μάζευαν το νερό και εξασφάλιζαν την πολυπόθητη υγρασία σε μια περιοχή γνωστή για την παρατεταμένη ανομβρία. Παράλληλα οι κάτοικοι εφάρμοσαν ένα σύστημα αντίστοιχο με τη Σαντορίνη χρησιμοποιώντας τις ήδη υπάρχουσες σπηλιές τις οποίες επεξέτειναν σκάβοντας τόσο οριζόντια όσο και κάθετα.
Με την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την επέλαση των βαρβαρικών φυλών η περιοχή τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως η περίοδος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.) αποτέλεσε καταλύτη για τη φυσιογνωμία της περιοχής. Η διαμάχη αυτή, που έφτασε στα όρια εμφύλιου πολέμου, ανάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τους λεγόμενους Βασιλειανούς, να μεταναστεύσουν από την Συρία και την Καππαδοκία ενισχύοντας τόσο την ελληνικότητα της περιοχής όσο και την εικονολατρεία.
Οι Βασιλειανοί μοναχοί αλλά και οι ιερείς με τις οικογένειες τους εγκαταστάθηκαν στη νότιο Ιταλία, συχνά σε υπόσκαφες πολιτείες, μετέφεραν τον τρόπο ζωής τους από την Καππαδοκία και τη Συρία, ενώ αναβίωσαν συγχρόνως την Ορθόδοξη εκκλησία και το λειτουργικό τυπικό της.
Από τον 10ο αιώνα η απειλή των Αράβων υποχρέωσε τους κατακτητές της Ιταλίας να δεχτούν την επικυριαρχία του Βυζαντίου, η οποία έμελλε εν τέλει να είναι βραχύβια. Όμως από το 1071, όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Μπάρι, η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία καταλύθηκε οριστικά.
Από τη βυζαντινή περίοδο λίγα πολιτιστικά στοιχεία μπορεί να συναντήσει κανείς σήμερα, τα περισσότερα, όμως, από τα οποία είναι θρησκευτικά και πολύ σημαντικά, και διασώζονται σε μοναστήρια, εκκλησίες και υπόσκαφα ερημητήρια στις περιοχές της Μασάφρα (Massafra), της Μότολα (Mottola) και της Ματέρα (Matera), που βρίσκονται βόρεια του Τάραντα.
Η χρυσή εποχή της Ματέρας υπήρξε η περίοδος από το 1663 ως το 1803, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας της Μπαζιλικάτα. Με τη μεταφορά του κέντρου της επαρχίας στην Ποτέντσα ξεκίνησε μια παρατεταμένη περίοδος βαθιάς παρακμής που οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης. Η στέρηση των διοικητικών θέσεων σε συνδυασμό με την κρίση της αγροτικής οικονομίας οδήγησε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας τους κατοίκους. Οι σπηλιές μεταβλήθηκαν από αποθηκευτικούς χώρους σε σπίτια πολυμελών οικογενειών.
Από τα περισσότερα από 3.000 σπίτια των τριών συνοικιών της πόλης πιο πολλά από τα μισά ήταν κυριολεκτικά σπηλιές στο βράχο, τα υπόλοιπα είχαν και ένα χτισμένο τμήμα στο εξωτερικό του και μόνο το 10% ήταν κανονικά οικοδομήματα. Eπίσης, περισσότερες από 100 εκκλησίες της πόλης ήταν κατά ένα τμήμα τους εντελώς μέσα στους βράχους.
Η ζωή μέσα στις σπηλαιώδεις αυτές κατοικίες ήταν τρομακτική για τα μέτρα ενός σύγχρονου ανθρώπου. Μέσα στον ίδιο μικρό χώρο καλούνταν να συνυπάρξουν άνθρωποι, ζώα, εργαλεία, προμήθειες. Τα παιδιά κοιμούνταν στο κρεβάτι με τους γονείς, σε άλλα έπιπλα που είχαν διπλή χρήση ή και στα συρτάρια(!) ενώ η υγρασία της πέτρας και η έντονη μυρωδιά ήταν κυρίαρχη. Όλα τα παραπάνω φανταστείτε τα σε συνδυασμό με την πλήρη εγκατάλειψη από το κράτος ακόμα και στα βασικά όπως τον ηλεκτρισμό και την αποχέτευση που δεν δημιουργήθηκαν πριν τις αρχές του 20ου αιώνα.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν το 1952, όταν ο τότε ισχυρός πολιτικός άνδρας Aλντιντσε ντε Γκάσπαρι, εντυπωσιασμένος από τις περιγραφές του Κάρλο Λέβι στο βιβλίο «Ο Χριστός σταμάτησε στο Eμπολι» επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα μια σειρά από ειδικούς νόμους βάσει των οποίων 15.000 κάτοικοι των Σάσι μεταφέρθηκαν σε καινούργιες συνοικίες που δημιουργήθηκαν για την ανακούφιση της περιοχής.
Η εκκένωση των σπηλαίων διήρκεσε από το 1953 μέχρι το 1968, οπότε και η ιδιοκτησία των σπηλαιωδών κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο έκτοτε αδράνησε και πάλι ως προς την αξιοποίησή τους.
Από το 1986 η κυβέρνηση άρχισε να παραχωρεί τη χρήση των σπηλαίων σε ιδιώτες για 99 χρόνια με τον όρο της -επιδοτούμενης σε ποσοστό από 40% μέχρι 60%- αναπαλαίωσής τους. Από το 1993 οι Βράχοι της Ματέρας συμπεριλαμβάνονται και στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξαιρετικό δείγμα τρωγλοδυτικής εγκατάστασης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, απόλυτα προσαρμοσμένης στο έδαφος και το οικοσύστημα, στην οποία ανακαλύφθηκαν ίχνη αντιπροσωπευτικά σημαντικών σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης.
Το υποβλητικό σκηνικό απέκτησε ξανά ζωή, πολιτιστική αξία και περίπου 5.000 μόνιμους κατοίκους οι οποίοι απολαμβάνουν τα οφέλη του τουρισμού