Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ονόματα της ελληνικής νύχτας, ο 55χρονος Γιώργος Μοσχούρης, έπεσε νεκρός από καταιγισμό πυρών στο Χαλάνδρι, με τις αρχές να ξετυλίγουν το νήμα ενός πολύπλοκου και επικίνδυνου παζλ που εκτείνεται από τα σοκάκια του υποκόσμου μέχρι τις υπερπολυτελείς γωνιές του Ντουμπάι και τα κελία των Κορυδαλλών.
Σκηνικό εκτέλεσης στο φως της μέρας
Το μεσημέρι της Πέμπτης, λίγα λεπτά μετά τις 4, στην πολυσύχναστη οδό Παπανικολή στο Χαλάνδρι, δύο άνδρες πλησίασαν τον Μοσχούρη την ώρα που έβγαινε από ιδιωτικό ιατρικό κέντρο. Ο 55χρονος βρισκόταν μόνος του – κάτι σπάνιο για εκείνον – καθώς σε παρόμοιες μετακινήσεις, όπως αναφέρουν πηγές, συνήθιζε να συνοδεύεται από σωματοφύλακες. Οι εκτελεστές, κρατώντας καλάσνικοφ, άνοιξαν πυρ χωρίς έλεος. Πάνω από 30 κάλυκες βρέθηκαν στο σημείο.
Οι δράστες διέφυγαν με αυτοκίνητο, το οποίο εντοπίστηκε λίγο αργότερα πυρπολημένο στην περιοχή Πάτημα Χαλανδρίου. Οι αρχές θεωρούν ότι τους περίμενε συνεργός με δεύτερο όχημα για να εξαφανιστούν χωρίς ίχνη.
Ένας θάνατος που φαινόταν προδιαγεγραμμένος
Ο Μοσχούρης, που είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «Θαμνάκιας» από τις συνήθειές του να στήνει ενέδρες κρυμμένος πίσω από θάμνους, ήταν ένα όνομα συνυφασμένο με την εγκληματική δράση της νύχτας εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες. Είχε εμπλακεί σε δεκάδες υποθέσεις, από εκβιασμούς και ξυλοδαρμούς μέχρι απόπειρες δολοφονίας.
Το όνομά του είχε ακουστεί έντονα και στη μεγάλη δικογραφία της «Greek Mafia» το 2002, μαζί με άλλα βαριά ονόματα της εποχής, όπως οι Στεφανάκος, Σκαφτούρος και Λακιώτης. Ο ίδιος τότε θεωρούνταν «πρωτοπαλίκαρο» του γνωστού νονού Γεράσιμου Λούτσου.
Το ακριβό συμβόλαιο θανάτου και οι σκιές του Ντουμπάι
Αστυνομικές πηγές κάνουν λόγο για ένα συμβόλαιο θανάτου που ξεπερνά το 1 εκατομμύριο ευρώ. Οι αρχές στρέφουν το βλέμμα τους στον αποκαλούμενο «Έντικ», έναν κακοποιό με ισχυρή παρουσία στο Ντουμπάι, ο οποίος φαίνεται να κινεί τα νήματα σε ένα ανελέητο πόλεμο για τον έλεγχο της διακίνησης λαθραίων καυσίμων και τσιγάρων.
Πληροφορίες θέλουν τον Μοσχούρη να είχε πληροφορηθεί ότι η «επικήρυξή» του ήταν δεδομένη. Μετά την αποφυλάκισή του, πριν περίπου έναν χρόνο, κυκλοφορούσε με αυστηρή φρουρά. Ωστόσο, φάνηκε ότι οι εκτελεστές του ήξεραν πολύ καλά τις κινήσεις του και βρήκαν την κατάλληλη στιγμή, σε μια φαινομενικά ασφαλή επίσκεψη σε ιατρικό κέντρο, για να τον εξουδετερώσουν.
Η βίαιη πορεία του μέσα στα χρόνια
Ο «Θαμνάκιας» δεν ήταν καινούργιος στις βεντέτες. Είχε στοχοποιηθεί ξανά τον Ιούλιο του 2020, όταν δέχθηκε δολοφονική επίθεση στη Βάρη από δύο άτομα με μοτοσικλέτα. Αν και τραυματίστηκε σοβαρά, τότε κατάφερε να επιβιώσει. Από το 2000, όταν συνεργάτης του Θέμη Καλαποθαράκου – που δολοφονήθηκε εκείνη τη χρονιά – είχε αρχίσει να διαμορφώνει το δικό του προφίλ στον υπόκοσμο.
Παρά τα μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη και μια περίοδο που φέρεται να αναζήτησε τη θρησκεία μέσα στη φυλακή, δεν απομακρύνθηκε ποτέ πραγματικά από τις σκιές του παρελθόντος. Το όνομά του εμφανίστηκε και πάλι σε καταγγελίες για επιθέσεις και εκβιασμούς, αν και δύσκολα αποδεικνύονταν οι εμπλοκές του.
Οι ύποπτοι, οι κάμερες και οι ξένοι «εισαγόμενοι»
Οι έμπειροι αξιωματικοί του Ανθρωποκτονιών επεξεργάζονται υλικό από κάμερες ασφαλείας της περιοχής, προσπαθώντας να χαρτογραφήσουν τις κινήσεις των δραστών. Παράλληλα, εξετάζουν μια μυστηριώδη παρέα αλλοδαπών – κυρίως από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης – που είχε εισέλθει πρόσφατα στην Ελλάδα και ενδέχεται να σχετίζεται με την εκτέλεση.
Η υπόθεση, όπως όλα δείχνουν, δεν περιορίζεται στα στενά όρια της εγχώριας εγκληματικότητας, αλλά αγγίζει διεθνή κυκλώματα και ανοιχτούς λογαριασμούς που τώρα φαίνεται πως έφτασαν στο απόγειό τους.