Η σωστή χρήση της γλώσσας αποτελούσε ένα δύσκολο παζλ από τα πρώτα μας σχολικά βήματα. Για κάποιο λόγο υπήρχαν λέξεις που μας κάθονταν πολύ καλύτερα στον εγκέφαλο με τη λάθος εκφορά τους παρά με την καθεστηκυία. Ακόμα και που το ξέραμε ότι είναι λάθος, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Ώσπου μεγαλώσαμε και τα διατηρήσαμε και το παίζαμε λεξιπλάστες.
Μέχρι τώρα είναι η αλήθεια ότι σας έχουμε μπερδέψει κατά κάποιον τρόπο. Γι΄αυτό θα περάσουμε στο παρασύνθημα με τα λεκτικά διλήμματα που βασανίζουν τη γλώσσα και φέρνουν κόντρα για το ποιο είναι το σωστό. Κόντρα από τοπική μέχρι υπεραστική.
Μπριζόλα ή Μπριτζόλα: Εδώ πέρα είναι σαφές ότι το πρώτο γεννήθηκε για να είναι το σωστό. Έλα όμως που το Μπριτζολα έχει έναν πολύ πιο γεμάτο συνδυασμό. Λες και είναι πιο ζουμερή, πιο τρυφερή, πιο ωραία. Αυτό το «τζ» είναι πάντα ωραία. Φρατζόλα, τζάκι, τζατζίκι, τζάκετ. Καμία λέξη με «τζ» μέσα της δεν έχει άσχημη χροιά.
Νικητής: Αυτή που έχει περισσότερο ψαχνό.
Λουκανόπιτα ή Λουκανικόπιτα: Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα βιασμού της λογικής. Ξύπνησε κάποιος ένα πρωί και άρχισε να τη λέει λουκανόπιτα γιατί εκεί στα κρύα που ζούσε έκοβε τις συλλαβές να μην παγώνει το στόμα του. Και από τότε έγινε σχοινί κορδόνι. Ευτυχώς υπάρχουμε κι εμείς οι θεματοφύλακες να διατηρούμε τις αξίες. Αυτό που τρως λέγεται λουκάνικο, όχι λούκανο.
Νικητής: Αυτός που λέει Λουκανόπιτα πρέπει να καεί στην πυρά, να εξοριστεί στο Λουκάνο της Ελβετίας ή να ακούει υποχρεωτικά κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί τη συνέντευξη της Ζωής Κωνσταντοπούλου στον Παπαχελά.
Όμοια: ζαμπονόπιτα-ζαμπονοτυρόπιτα, σπανακόπιτα-σπανακοτυρόπιτα, τα οποία εξαρτώνται προφανώς από τα υλικά. Υπάρχουν όμως και αυτοί που έχει δεν έχει τυρί θα πουν ζαμπονοτυρόπιτα και σπανακοτυρόπιτα.
Σουβλάκι ή Καλαμάκι: Δύο λέξεις που είναι σωστότατες. Αλλά κάποιοι χρησιμοποιούν τη μία λάθος. Αυτό που τρως χωρίς πίτα και τα άλλα υλικά και είναι περασμένο σε ένα ξυλάκι λέγεται καλαμάκι. ΚΑ-ΛΑ-ΜΑ-ΚΙ. Όχι Βορειοελλαδίτες, δεν ρουφάμε το κρέας. Το καλαμάκι το πλαστικό δεν ήταν το πρώτο. Πήρε το όνομα του από το ξύλινο καλάμι, λόγω ίδιας δομής. Εκείνο το ξύλινο καλάμι είναι που χρησιμοποιείται και στα σουβλάκια για να τα ψήσουν. Δεν είναι μικρή σούβλα. Είναι μικρό καλάμι.
Νικητής: Αυτός που γεμίζει περισσότερο το στομάχι του.
Τουότα ή Τογιότα: Πόσες φορές είπες το πρώτο στην παιδική σου ηλικία; Πολλές. Το σωστό όμως αποδείχτηκε ότι ήταν το δεύτερο.
Νικητής: Τουότα όταν είσαι από 12 και κάτω, Τογιότα όταν είσαι από 12 και πάνω.
Χειρούργος ή Χειρουργός: Ένας φιλόλογος θα βγει να μιλήσει ξύλινα, με τον κανόνα που λέει ότι κάθε λέξη με δεύτερο συνθετικό το έργο, όταν έχει αρνητική χροιά τονίζεται στην παραλήγουσα κι αν έχει θετική χροιά, τονίζεται στην λήγουσα.
Νικητής: Εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εγχείρησης. Αν πεθάνεις είναι χειρούργος. Αν πάει καλά είναι χειρουργός.
Δέκα και μισή ή δεκάμιση: Ενώ το δέκα είναι από τους καλύτερους αριθμούς (βλέπε 10 το καλό στην τράπουλα) για κάποιο λόγο κατούρησε στο πηγάδι. Όλα τα νούμερα έχουν διπλό τρόπο εκφοράς όταν είναι στο και μισή (πεντέμιση – πέντε και μισή), αυτό έχει μόνο το δέκα και μισή. Το δεκάμιση φαίνεται τόσο λάθος.
Νικητής: Μακάρι να ξέραμε κι εμείς οι ίδιοι
Λεμονάδα ή Λεμονίτα: Εδώ υπάρχουν δύο σχολές. Η Σχολή του Πάλο Άλτο και η Σχολή του Σικάγο. Η μία στηρίζει λεμονάδα ή άλλη λεμονίτα. Υπάρχει όμως διαφορά. Η πρώτη έχει ανθρακικό, η δεύτερη ήταν γρανίτα στην προηγούμενη ζωή της που έλιωσε και έγινε χυμός. Τι, όχι;
Νικητής: Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια, εσύ φτιάξε μπριτζόλα.
Φινλανδία ή Φιλανδία: Νομίζουμε ότι το -ν πριν από το -λ το έχει καταπιεί ένα παράλληλο σύμπαν. Ο μόνος λόγος να το πούμε σωστά είναι όταν αναφερόμαστε στη βότκα.
Νικητής: Πριν το καλοκαίρι του 2015 Φινλανδία. Μετά το καλοκαίρι και αυτά που μας έκαναν σε προκριματικά Euro και στο Eurogroup, Φιλανδία.
Φρανκφούρτη ή Φραγκφούρτη: Εμείς εδώ στην Ελλάδα είμαστε τόσο μποέμ τύποι. Δεν γουστάρουμε τους περίεργους συνδυασμούς. Frankfurt λέγεται στα ξένα, αλλά Φραγκφούρτη τη λέμε εμείς. Γιατί έτσι θέλουμε. Δεν θα μας βάλουν μνημόνιο και στο λεξιλόγιο οι Γερμανοί.
Νικητής: Το λουκάνικο Φρανκφούρτης. Ή Φραγκφούρτης. Λουκάνικο να είναι – όχι λούκανο – κι ό,τι να ‘ναι. Αρκεί να είναι γεμιστό.