Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, έγκλειστος στον ίδιο τον εαυτό του, απομονωμένος σ’ ένα διαμέρισμα στη Βάρκιζα εντελώς άφωνος από δύο εγκεφαλικά δε θέλει να μιλήσει σε κανένα και έχει κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον έξω κόσμο.
Έγκλειστος ο Λάμπρος που όταν βρισκόταν σε αέναη κίνηση έσφυζε από ζωή πάνω στη σκηνή του θεάτρου μπροστά στα φώτα και τις κάμερες ανάμεσα στους φίλους και τις θαυμάστριες στον ανώνυμο κόσμο που τον λάτρευε.
Κι όταν κάποιοι περνάνε κάτω από τη βεράντα του στον πρώτο όροφο και τον γνωρίζουν, αυτός τους γνέφει με το σήμα της νίκης.
Γιατί ο Λάμπρος, αν και κλεισμένος σιωπηλά στον εαυτό του, ξέρει πως έχει νικήσει τα ανθρώπινα πάθη.
Τον εγωισμό, την αλαζονεία, την απληστία και τόσα άλλα.
Τώρα δεν μιλάει σε κανένα, παρά μόνο στη γυναίκα του Φιλιώ και στον γιο του Δημήτρη. Οι κουβέντες του οι απαραίτητες, συνοδευόμενες από νοήματα. Ναι, Όχι, Νερό.
Του μιλούσα και μου έγραφε στο μπλοκάκι. ”Θα ξανάρθω”, του είπα. Με κοίταξε κατάματα κι έγραψε στο χαρτί: ”ίσως να μην ξανασυναντηθούμε”.
Φεύγοντας είχα την εντύπωση ότι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δεν άντεχε βουβός απομονωμένος από τον κόσμο.
Ήθελε να φύγει, για να τον θυμούνται όπως ήταν στη ζωή, για να τον θυμούνται όπως ήταν στη σκηνή και να μην σχολιάζουν με θλίψη ότι είχε χάσει τη φωνή του την ενεργητικότητά του έγκλειστος σ’ ένα σπίτι μακριά από το θέατρο και το στούντιο.
Λίγες εβδομάδες μετά δημοφιλής καλλιτέχνης έφυγε για πάντα.
Δημήτρης Λυμπερόπουλος. Πηγή: liberopoulos. gr – Περιοδικό Εικόνες
Βιογραφία:
Σαν σήμερα, το 1985, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφυγε από τη ζωή.
Ο Κωνσταντάρας γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι στις 13 Μαρτίου 1913, σε οικογένεια με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και ρίζες από την Σινώπη του Πόντου.
Αδερφή του ήταν η Αλεξάνδρα Κωνσταντοπούλου και η επίσης ηθοποιός Μήτση Κωνσταντάρα, που πέθανε έξι μήνες μετά από τον ίδιο. Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ήταν αθλητής της ΑΕΚ, τερματοφύλακας στην Β΄ ομάδα την περίοδο 1929-30 και αθλητής στίβου σε άλματα και αγωνίσματα δρόμου ταχύτητας.
Το 1930 κατατάχθηκε, μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση, στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας.
Γλύτωσε το Ναυτοδικείο μετά από ενέργειες της οικογένειάς του.
Το 1934 τον έστειλαν -σχεδόν με το ζόρι- στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στην συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Εγκατέλειψε σταδιακά τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση, τον πήρε στη Δραματική Σχολή του, που λειτουργούσε στο παρισινό θέατρο “Ατενέ” (Théâtre de l’Athénée), την οποία ο Κωνσταντάρας τελείωσε αριστούχος και ο Ζουβέ τον προώθησε.
Το καλοκαίρι του 1938 ο Κωνσταντάρας επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας από το 1970 αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Υπέφερε από διαβήτη, αλλά ποτέ δεν πρόσεχε την διατροφή του.
Το 1978 αρρώστησε με διαβητική κρίση, που λίγο αργότερα τον οδήγησε σε ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, ενώ ετοιμαζόταν να πάει στην παράσταση, παρέλυσε η δεξιά του πλευρά, επηρεάζοντας κυρίως το χέρι και πόδι (ημιπληγία). Μεταφέρθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Η υγεία του σταδιακά βελτιώθηκε, όχι όμως τελείως, παρά την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε για να επανέλθει.
Χωρίς να έχει αποθεραπευτεί πλήρως, γύρισε την τελευταία του ταινία το 1981 (Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ). Το εγκεφαλικό όμως του είχε αφήσει προβλήματα και στην ομιλία (κολλούσε σε κάποια σύμφωνα, όπως στο κ). Ωστόσο στα γυρίσματα της ταινίας ήταν, όπως πάντα, άψογος και οι υπόλοιποι ηθοποιοί έμεναν άφωνοι (Μάρω Κοντού, Νέλλη Γκίνη κλπ).
Μετά από αυτή την ταινία ανανεώθηκε, ηχογράφησε μάλιστα και ένα δίσκο με 12 τραγούδια του γιού του, δεδομένου ότι είχε καταπληκτική φωνή. Δυστυχώς όμως το καλοκαίρι του 1983 υπέστη δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο ήταν πιο βαρύ από το πρώτο και άφησε έντονα τα σημάδια του, καταλείποντας προβλήματα στην ομιλία και στην κινητικότητα του δεξιού του χεριού. Έκτοτε κλείστηκε στον εαυτό του καθηλωμένος πλέον, πέφτοντας σχεδόν σε κατάθλιψη, ενώ δεν ήθελε να δει κανέναν και κανείς να μην τον δει.
Έτσι πλέον απομονώθηκε στο σπίτι του στην Βάρκιζα. Δυστυχώς η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε σταδιακά, ώστε χρειάστηκε να μεταφερθεί εσπευσμένα στο Ασκληπιείο της Βούλας. Επέστρεψε στο σπίτι του, όπου πέρασε τις τελευταίες του μέρες άφωνος και καταβεβλημένος .
Στις 28 Ιουνίου 1985 ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφυγε από την ζωή σε ηλικία 72 ετών. Ο θάνατός του έγινε πρώτο θέμα στις εφημερίδες και τις ειδήσεις και συγκλόνισε το πανελλήνιο. Κηδεύτηκε παρουσία πλήθους κόσμου την επόμενη μέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.