Για να ξεφύγω από τη μετά διακοπών κατάθλιψη, σκέφτηκα να ξεφυλλίσω ένα ταξίδι.
Ένα ταξίδι στη Ιταλία – έστω στα χρόνια της κρίσης – δεν χάνει ποτέ τη μαγεία του. Πολλώ μάλλον αν είναι με μοτοσυκλέτα.
Του Άγγελου Μόσχοβα
Με το φίλο και συνάδελφο Γιάννη Πιτταρά, «οργώσαμε» Ούμπρια, Τοσκάνη και Αιμιλία Ρομάνα. Δεν υπήρξε σχεδόν χωριό που να μη σταματήσαμε, βουνό που δεν το ανεβήκαμε. Λεφτά δεν… υπήρχαν, αλλά η μαγεία του ταξιδιού μας αποζημίωσε με το παραπάνω. Έχω εικόνες διάσπαρτες και πλούσιες που με κάνουν να χαμογελάω. Αλλά και να θλίβομαι, κάνοντας τη σύγκριση με την Ελλάδα.
Θυμάμαι τον φιδωτό δρόμο ανεβαίνοντας για την Perugia, όπου – μετά από 7 «πέτρινα» χρόνια – με απελευθέρωσε να πλαγιάζω με τη μηχανή.
Το πρώτο αυθεντικό ιταλικό espresso σε ένα χωριουδάκι που στοίχιζε μόλις 0,80 λεπτά του ευρώ.
Το όμορφο μπαλκόνι στην υπέροχη, πάντα, Περούτζια που μετατράπηκε σε ένα μουράτο bar με θέα τον κάμπο της Umbria.
Την Lago Trasimeno μια λίμνη μεγάλη, σαν τη δικιά μας την Τριχωνίδα. Κι όμως: Προσεγμένη, αξιοποιημένη σε κάθε της γωνιά.
Την ιταλίδα στις όχθες της λίμνης που είχε κάνει τατού το αρχαιοελληνικό ρητό «Γνώθι σαυτόν».
Το παραμυθένιο Montepulciano, με τους κομψευόμενους αμπελώνες, στους δικούς του ρυθμούς. Σε αγροτουριστικό κατάλυμμα – μια υπέροχη έκταση με γκαζόν, πισίνα, παιδική χαρά, μύρτιλλα και ελιές, βρήκαμε να νοικιάσουμε πέτρινο σπιτάκι με 60 ευρώ. Στην Ελλάδα, Αύγουστο, θα θέλαμε 120. Παντού σχεδόν στην Ιταλία, ευδοκιμεί ο αγροτουρισμός – agriturismo τον λένε – με υπέροχα σπιτάκια στην εξοχή που δεν ενοικιάζονταν κάτω από 70-100 ευρώ την ημέρα.
Την ομίχλη που σκέπασε το χωριό το βράδυ και μεις απολαμβάναμε ένα ποτήρι από το ξεχωριστό κρασί και μια grappa.
Την γραφική Pienza με τα σοκάκια και τα ανεπίληπτης τάξης μαγαζιά: Ακόμη και το τυρεμπόριο ή το χασάπικο είναι chic.
Το Montalcino, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά, που ανέδυε άρωμα μεσαιωνικής καστρόπολης, σαν ένα εξαιρετικό ποτήρι κόκκινο Brunello. Στο πιο παλιό και αρχοντικό καφέ του Montalcino (κάτι σαν το Zonar’s το δικό μας) είδαμε τον espresso 2,5 ευρώ και φύγαμε: Μας φάνηκε ακριβός.
Την Siena, με την πολύβουη πλατεία της και τον υπέροχο espresso (1 ευρώ).
To μοναδικό San Chimignano, υπέροχο μέσα στην αρχοντική του σιωπή – αν και γεμάτο κόσμο – που μόλις το βλέπεις από μακριά σου κόβεται η ανάσα.
Το Greve in Chianti – η καρδιά της ομώνυμης περιοχής που παράγει το φημισμένο κρασί – με μια αύρα μοναδική. Το ζευγάρι των ιταλών που νοίκιαζαν δωμάτια που μας έπιασαν κουβέντα σε σπαστά Αγγλικά και μισά ιταλικά για το πόσο αγαπούν την Ελλάδα: «Κορίνθους, Πελοπονέζε, Επιδάουρους τεάτρε» μας λέει ο άντρας και κάνει με τα χέρια του χωνί φωνάζοντας «ουουουουουου» για να δείξει τη μοναδική ηχώ του αρχαίου θεάτρου. Αλλά και την απήχηση του αρχαίου μας πολιτισμού που εμείς οι ίδιοι τον εξευτελίζουμε συχνά-πυνκά.
Τα… δυό σακουλάκια πατατάκια και γαριδάκια με δυό μπύρες – αντί δείπνου – μεσάνυχτα, στην έρημη πλατεία του Greve in Chiante, στα τραπεζάκια του πιο ξακουστού χασάπικου στην Ιταλία: Macelleria Falorni.
Ξαναγνώρισα τη Φλωρεντία, συννεφιασμένη και ηλιόλουστη, την κλασσική Ponte Vecchio, το Palazzo Vecchio, το μουσείο Uffizi αλλά και τις πιο άγνωστες γωνιές της. Θέλοντας να πάρουμε μια γεύση πέρα από τα συνηθισμένα, πήγαμε στο γήπεδο να δούμε Fiorentina-Grasshopers για τα προκριματικά του Europa League. Η πρώτη έκπληξη ήρθε όταν μας ζήτησαν ταυτότητα ή διαβατήριο. Η δεύτερη όταν μας ρώτησαν αν έχουμε αναπτήρες ζητώντας να τους πετάξουμε. Όταν αρνήθηκα, μου υπέδειξαν ένα αυτοκίνητο του γηπέδου τους άφησα στην υπάλληλο, μου έδωσε χαρτάκι και τους πήρα μετά το τέλος του ματς. Όταν κάναμε τράκα φωτιά στο γήπεδο ήρθε η τρίτη έκπληξη: Όλοιοι ιταλοί είχαν αναπτήρες. Όταν τους εξηγήσαμε ένωσαν τα δάχτυλα και ανεβοκατέβασαν τα χέρια με ένα μακρόσυρτο “εεεεεεε” σαν να λέμε “τι μαλάκες είστε”. Στο γήπεδο, οι γυναίκες φώναζαν περισσότερο, ενώ οι “διάλογοι” της εξέδρας με τους Ελβετούς εκτός από ανταλλαγή “φιλοφρονήσεων” περιελάμβανε και… χειροκροτήματα, όταν παραδέχονταν την ευφυία κάποιου συνθήματος.
Στην κοσμική Φλωρεντία – παρά τη φήμη της – βρήκαμε δωμάτιο με 21 ευρώ το άτομο συμπεριλαμβανομένου πρωινού και δημοτικού φόρου!
Θυμάμαι τον ιταλό μοτοσυκλεστιστή με τη δερμάτινη φόρμα και την κατακόκκινη Ducati 999 που, στρίβοντας με το γόνατο με χαιρέτησε, στο Passeo di Muraglione, στην SuperStrada 67, ένα ορεινό καταπληκτικό μέρος σε 907μ υψόμετρο. Αυτή η υπέροχη διαδρομή ήταν η καλύτερη που έχω κάνει με μοτοσυκλέτα μαζί με τον νορβηγικό Ε6.
Τον καταπράσινο εθνικό δρυμός του San Benedetto in Alpe με μυρωδιές, ίσκιους και ατελείωτα δάση.
Το κοσμικό San Marino μια πόλη-κράτος (φορολογικός παράδεισος για ορισμένους) που κοιτά αφ’ υψηλού την κοιλάδα της Emilia Romagna.
Την παρεξηγημένη Ancona που αξίζει να της αφιερώσεις μια διανυκτέρευση.
Ιταλία τον Αύγουστο.
Παντού – όπου κι αν πήγαμε υπήρχαν τουρίστες. Και τουρίστες που ψώνιζαν, που ξόδευαν – όχι «βραχιολάκηδες». Τυποποιημένα προϊόντα, της ιταλικής γης – καθόλου φθηνά – ήταν παντού: Κάθε είδος λαδιού, τυριού, κρασιού, κρεάτων (prosciutto, salumi, bresaola, bistecca Fiorentina) αρωματικών βοτάνων, ζυμαρικών ήταν σε ιδιαίτερες συσκευασίες που σε προκαλούσαν να τα αγοράσεις.
Και παντού η υπέροχη φύση της Τοσκάνης και την Ούμπρια. Χρώματα έντονα και καθαρά, στην παλέττα ουρανού και γης.
Οι ατέλειωτοι αμπελώνες-κουκλιά, τα μοναδικά διατηρημένα και πεντακάθαρα χωριά, η αξιοποίηση και του πιο μακρινού σημείου, του πιο ορεινού όγκου, ήταν για μένα (που έχω επισκεφθεί πολλές φορές την Ιταλία) έκπληξη για μια ακόμη φορά.
Οι δρόμοι, καλοστρωμένοι και ασφαλείς. Όχι ότι δεν είχαν κι εκεί μπαλώματα, αλλά η ποιότητα της ασφάλτου ήταν εξαιρετική. Autostrada μπήκαμε μόνο για λίγο καθώς θέλαμε να δούμε το εσωτερικό της περιοχής ενώ δεν ήταν και φθηνή: Για μια απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων πληρώσαμε 5,80 ευρώ οι δύο μηχανές. Ωστόσο , κυριαρχεί ο ορθολογισμός: Δεν σταματάς (όπως στην Αθηνών-Θεσσαλονίκης) κάθε 50 χιλιόμετρα να πληρώσεις. Παίρνεις ένα χαρτάκι στην είσοδο της autostrada και στην έξοδο σου απ’ αυτή, πληρώνεις το αντίτιμο.
Λεπτομέρεια: Πήγαμε στη γειτονική χώρα για ένα ταξίδι 5 ημερών χωρίς χάρτες ή GPS. Από εμπειρία, ένστικτο και φυσικά από ντόπιους αλλά πάνω απ’ όλα από τις ταμπέλες (είδος εν ανυπαρξία στην Ελλάδα) δεν χαθήκαμε ποτέ.
Λατρεύω την Ελλάδα και κάθε φορά που ταξιδεύω στο εξωτερικό επιστρέφω με λαχτάρα πίσω. Αλλά θλίβομαι όταν βλέπω ότι παραμένουμε ένα διαρκώς «υπό ανάπτυξη» κράτος, ενώ έχουμε όλες τις δυνατότητες για κάτι παραπάνω. Πολύ παραπάνω.
Υ.Γ. Ο ιταλός μοτοσυκλετιστής που συναντήσαμε σε ένα καφέ στο δρόμο με τα αυτοκόλλητα της Ελλάδας και της Τουρκίας στη μηχανή του, μόλις του είπαμε “Grecia”, έλαμψε από χαρά. Παραπονέθηκε για την κρίση, για τα μεροκάματα, για τις ακριβές τιμές της βενζίνης (και στην γειτονική χώρα ήταν σταθερά πάνω από 1,7 το λίτρο) για την ανεργία. “Crisi eee?” μας είπε.
Φεύγοντας μας αγκάλιασε, έβαλε το κράνος του και είπε κάπως απόκοσμα: “Forza e Saluti!”
Κάτι σαν το “καληνύχτα και καλή τύχη” του Κλούνεϊ.