Μία πρόσφατη διεθνής επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τη δρα Σίλβια Στρινγκίνι του Πανεπιστημίου και του Νοσοκομείου της Λωζάννης, φέρνει στο προσκήνιο μια συγκλονιστική πραγματικότητα: το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο ενός ατόμου συνδέεται με σημαντικά μειωμένο προσδόκιμο ζωής, καθώς και με αυξημένο κίνδυνο για διάφορες ασθένειες και πρόωρο θάνατο.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “The Lancet”, ανέλυσε στοιχεία από 48 μελέτες, περιλαμβάνοντας συνολικά πάνω από 1,7 εκατομμύρια ανθρώπους από διάφορες χώρες. Η μελέτη συσχέτισε το επάγγελμα του κάθε ατόμου με την κατάσταση της υγείας του και την ηλικία θανάτου του.
Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά: άτομα με χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό στάτους είναι 46% πιθανότερο να πεθάνουν πριν την ηλικία των 85 ετών, συγκριτικά με εκείνους σε υψηλότερο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Το ποσοστό θνησιμότητας στους φτωχότερους ανέρχεται στο 15,2% για τους άνδρες και 9,4% για τις γυναίκες, ενώ στους πλουσιότερους τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 11,5% και 6,8%.
Το χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, σύμφωνα με την έρευνα, σχετίζεται με μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά 2,1 χρόνια. Αυτή η μείωση είναι μεν μικρότερη από εκείνη που επιφέρουν στο προσδόκιμο ζωής το κάπνισμα και ο διαβήτης, αλλά μεγαλύτερη από τη μείωση που προκαλούν η υπέρταση, η παχυσαρκία και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Η δρα Στρινγκίνι τονίζει την ανάγκη οι κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο ως μείζονα παράγοντα κινδύνου και να το εντάξουν στην πολιτική για την υγεία. Η μείωση της φτώχειας, η αναβάθμιση της εκπαίδευσης και η δημιουργία ασφαλών συνθηκών στέγασης, μόρφωσης και εργασίας, όπως επισημαίνει, είναι κεντρικές προτεραιότητες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κοινωνικο-οικονομικής υστέρησης.
Η μελέτη, παρόλο που θέτει ένα σημαντικό ζήτημα, έχει και τους περιορισμούς της, καθώς χρησιμοποιεί μόνο το επάγγελμα ως δείκτη του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, αφήνοντας ανεξερεύνητες άλλες πτυχές της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας που επηρεάζουν την υγεία των ατόμων.