Κάθε χώρα έχει και από εν διακριτικόν, και η Ελλάς την ληστείαν. Δεν ημπορεί να υπάρξη Ελλάς δίχως ληστάς, δίχως κλαρί, δίχως βασιλείαν του βουνού. Η Ελληνική ληστεία, ζυμωμένη με τα ιερώτερα εθνικά κατορθώματα δεν είναι δυνατόν να τερματίση την παράδοσιν. Ο Μπαμπάνης, ο Γιαγκούλας και οι λοιποί βασιλείς των ορέων κρατούν με αυταπάρνησιν την Ελληνικήν παράδοσιν.
Με τις λέξεις αυτές το χρονογράφημα της εφημερίδας «Εφημερίς των Βαλκανίων» περιέγραφε το φαινόμενο των ληστρικών επιθέσεων στην ύπαιθρο της μεταεπαναστατικής Ελλάδας, που έλαβε διαστάσεις θρύλου για αρκετές περιπτώσεις καταζητούμενων ληστών.
Από τον Νταβέλη και τον Γιαγκούλα μέχρι τον Παλαιοκώστα άλλαξαν πολλά. Κάποιες λεπτομέρειες όμως εξακολουθούν να παραμένουν σταθερές αξίες.
Ο Φωτης Γιαγκούλας, οι Μπαμπάνηδες, ο Τζατζάς, οι Ρετζαίοι, οι Αρβανιτάκηδες, οι Κουμπαίοι, οι αδερφοί Παπαγεωργίου είναι μερικά από τα ονόματα που το άκουσμά τους προκαλούσε τον φόβο και τον τρόμο από το 1830 και μετά σε ολόκληρη την ελληνική επαρχία. Οι «ιππότες των ορέων» ήταν στην πλειονότητά τους χωρικοί (αγρότες, κτηνοτρόφοι), τους οποίους η κοινωνική αδικία -με βάση τη δική τους αντίληψη- ανάγκαζε να βγουν στο κλαρί και στην παρανομία.
Στη βία αντιτάσσανε βία. Εκατοντάδες δολοφονίες, κλοπές και απαγωγές περιλαμβάνονται στο ενεργητικό τους. Μισήθηκαν θανάσιμα κυρίως από την καθεστηκυία τάξη -από την οποία κυνηγήθηκαν μέχρις αποκεφαλισμού- αλλά αγαπήθηκαν από μεγάλο μέρος του φτωχού λαού, που έβλεπε σε αυτούς τους απροσκύνητους, τους εκδικητές των χαμένων ονείρων τους. Καθένας από τους ληστές πέρασε στην Ιστορία αφήνοντας το δικό του στίγμα.
ΦΩΤΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ
Γεννήθηκε το 1900 στο χωριό Mεταξά, κοντά στα Σέρβια Kοζάνης. Η εγκληματική δράση του ξεκίνηησε όταν ένας υπομοίραρχος βίασε την εξαδέλφη του Mαρία. Ο διοικητής του, για να καλύψει τον αξιωματικό, τον έστειλε…
στην Αθήνα, στους Ευζώνους. Ομως ο Γιαγκούλας κατέβηκε στην Αθήνα και τον σκότωσε έξω από τα ανάκτορα, όπου φύλαγε σκοπιά. Από τότε βγήκε στα βουνά ακολουθώντας τη συμμορία του Θωμά Kαντάρα. Επικηρύχθηκε το 1920 και συνελήφθη, όμως δραπέτευσε πηδώντας από το τρένο κατά τη μεταγωγή του στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης. Αρχικά επικηρύχθηκε για 20.000 δραχμές, όμως μέσα σε δύο χρόνια η επικήρυξή του έφτασε στο αστρονομικό ποσό των 600.000 δραχμών.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται περισσότερα από είκοσι φονικά. Το 1925 σε συνεργασία με τους Tζιαμίτρα, Πάντο και Λεωνίδα Mπαμπάνη, απήγαγε δύο επιφανείς Λαρισαίους, τους μετέφερε στον Ολυμπο και ζήτησε λύτρα, αλλά ο ληστής Aγριόκωτσος πρόδωσε το λημέρι τους. Στο σημείο που βρίσκονταν κρυμμένοι έφτασε απόσπασμα της Χωροφυλακής αποτελούμενο από είκοσι επτά άνδρες με επικεφαλής τον μοίραρχο Πετράκη και τους εξόντωσε. Τα κεφάλια τους κρεμάστηκαν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Kατερίνης, ενώ λέγεται ότι τη σκηνή είδε ιδίοις όμμασι και ο πρωθυπουργός Πάγκαλος.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΠΑΜΠΑΝΗΣ
Μαζί με τον αδερφό του Πάντο, ο Λεωνίδας Μπαμπάνης δρούσε στην περιοχή της Θεσσαλίας. Τα δύο αδέλφια είχαν προσχωρήσει στη συμμορία του Γιαγκούλα και επιδόθηκαν σε διάφορες εγκληματικές πράξεις. Ωστόσο, αίσθηση προκάλεσε η απαγωγή δύο γιατρών, την οποία έκαναν στην περιοχή του Ολύμπου τα Χριστούγεννα του 1924. Ο Λεωνίδας μετά τη συμπλοκή στην Κλεφτόβρυση, όπου σκοτώθηκε ο αδερφός του και ο Γιαγκούλας, πήδηξε από γκρεμό ύψους πενήντα μέτρων, γλίτωσε και ξαναβγήκε στο «κλαρί» αποκτώντας τον τίτλο του «γάτου» των αποδράσεων.
ΘΩΜΑΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ
Με καταγωγ [Ο Θωμάς Καντάρας, αποκαλούμενος και «μαύρος λήσταρχος».] ή από το Λουτρό Ελασσόνας βγήκε στο κλαρί τον Ιούλιο του 1918 με σύντροφο τον Γεώργιο Βελώνη και με πρώτο φόνο αυτόν ενός μεγαλοτσιφλικά της περιοχής που, όπως λέγεται, είχε βιάσει τη σύζυγό του.
Εναν χρόνο αργότερα οι δύο ληστές πιάστηκαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές Λάρισας. Ο Θωμάς Καντάρας δραπέτευσε σκάβοντας μια τρύπα στο κελί του και βγήκε στην τουαλέτα. Λίγο αργότερα το κεφάλι του επικηρύχθηκε για 40.000 δρχ. Σκοτώθηκε στη θέση Οξιά της Δεσκάτης Γρεβενών στις 5 Αυγούστου του 1923 από τον Γεώργιο Σιακαβάρα, ο οποίος συμμετείχε στο απόσπασμα που τον καταδίωκε. Το κεφάλι του Καντάρα κόπηκε, μεταφέρθηκε στο Γερακάρι και κατόπιν εκτέθηκε σε κοινή θέα στην Καλαμπάκα στις 6 Αυγούστου 1923.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΑΒΕΛΗΣ
Ο ξακουστός Χρήστος Νταβέλης αποκεφαλίστηκε το 1856 σε μια ενέδρα της Αστυνομίας στο Δίστομο, όμως η φήμη του παραμένει ζωντανή ακόμη και σήμερα. Η πιο εντυπωσιακή ενέργειά του έλαβε χώρα το 1855, όταν στην οδό Πειραιώς οργάνωσε και πέτυχε τη σύλληψη του Γάλλου αξιωματικού Μπερτό, για την απελευθέρωση του οποίου εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό από την ελληνική κυβέρνηση.
Εικάζεται ότι κατά καιρούς κρυβόταν στην περιβόητη σπηλιά της Πεντέλης, που σήμερα φέρει το όνομά του.
ΑΔΕΛΦΟΙ ΡΕΤΖΑΙΟΙ
Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέτζος γεννήθηκαν στο Ανώγι της Πρέβεζας τη δεκαετία του 1890 και την άνοιξη του 1909 έγιναν μάρτυρες δολοφονίας του κτηνοτρόφου πατέρα τους από τρεις ζωοκλέφτες. Κατά την ενηλικίωσή τους τα αδέρφια έμαθαν τους δολοφόνους και εκδικήθηκαν σκοτώνοντάς τους εν ψυχρώ. Αμέσως ανέβηκαν στα βουνά και βγήκαν στην παρανομία.
Το 1926 έκαναν τη μεγαλύτερη ληστεία χρηματαποστολής, βάζοντας στην τσέπη 15 εκατομμύρια της Εθνικής Τράπεζας [O Νταβέλης με τη συμμορία του.] . Ληστεία με τη ληστεία το κύρος τους μεγάλωσε στα χωριά μεταξύ Πρέβεζας, Αρτας και Ιωαννίνων, παράλληλα με την επικήρυξή τους που έφτασε τα 2.000.000 δρχ. Ταυτόχρονα μοίραζαν μέρος των κλοπιμαίων σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους, απονέμοντας τη δική τους δικαιοσύνη, γεγονός που τους εξιδανίκευσε στα μάτια των χωρικών.
Το 1929 συνελήφθησαν και άρχισε «η δίκη των δικών». Ομολόγησαν περισσότερες από σαράντα δολοφονίες, αλλά οι Αρχές τούς χρέωσαν ενενήντα τέσσερις φόνους. Η εκτέλεση των Ρετζαίων έγινε στην Κέρκυρα στις 5 Μαρτίου 1930. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης εξηγεί στην «Espresso της Κυριακής»: «Στις τέσσερις και μισή τα ξημερώματα ο Γιάννης Ρέτζος θα ζητήσει έναν παπά για να εξομολογηθεί τα κρίματά του. Υστερα θα βγουν ο ένας πίσω από τον άλλον από τα κελιά τους στο προαύλιο κάνοντας το σημείο του Σταυρού με τα δεμένα με χειροπέδες χέρια τους… Ο Θύμιος Ρέτζος βλέπει τις κάνες των όπλων να είναι στραμμένες καταπάνω του και ουρλιάζει: “Χτυπάτε, παιδιά, απ’ την κοιλιά και πάνω”. Τα νεκρά κορμιά των ληστών “διαπιστωθέντος του θανάτου υπό ιατρού αφέθησαν εις κοινήν θέα από τις επτά και μισή το πρωί μέχρι την μία το μεσημέρι”… Την επομένη παραδόθηκαν στη μητέρα τους για ταφή».
ΜΗΤΡΟΣ ΤΖΑΤΖΑΣ
Διαβόητος κακοποιός που ταλαιπώρησε τη Θεσσαλία κοντά είκοσι χρόνια, από το 1912 έως το 1930. Κατόρθωσε να απαγάγει και να κρατήσει όμηρο στα βουνά των Τρικάλων τον γερουσιαστή Σωτήριο Χατζηγάκη, παππού του πρώην αντιπροέδρου της Βουλής και υπουργού Σωτήρη Χατζηγάκη, ενώ επιχείρησε ανεπιτυχώς να απαγάγει και τα παιδιά του προύχοντα Αναστασίου Αβέρωφ. Θα μείνει στην Ιστορία η θρυλική απόδρασή του από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, αφού κατάφερε να πηδήξει από το επταπύργιο κρατώντας μια ανοιχτή ομπρέλα χωρίς [ Οι Ρετζαίοι σε σκίτσο της εποχής.] να τραυματιστεί ιδιαίτερα. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και επικηρύχθηκε αντί 1 εκατομμυρίου δρχ. (300.000 για την κατάδειξή του και 700.000 για τη σύλληψη ή τη δολοφονία του).
Οι ομοιότητες με την τρομοκρατία
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν» Βασίλης Τζανακάρης εξηγεί: «Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι πολλές από τις δραστηριότητες των λήσταρχων είχαν εκπληκτικές ομοιότητες με τη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων». Πιο συγκεκριμένα:
1. Οι ομάδες των ληστών είχαν δεσμούς αίματος. Τα μέλη τους ήταν σε αρκετές των περιπτώσεων αδέρφια ή ξαδέρφια.
2. Ηταν συνήθως γόνοι εύπορων οικογενειών.
3. Τεράστια χρηματικά ποσά που συγκέντρωναν πήγαιναν για συλλογή-εξαγορά πληροφοριών και «κλείσιμο στομάτων».
4. Υστερα από κάθε πράξη τους άφηναν ένα είδος προκήρυξης, στο οποίο εξηγούσαν τους λόγους των πράξεών τους, τοποθετώντας
και την προσωπική σφραγίδα τους. Το κείμενο το αποκαλούσαν «ψυχοχάρτι».
5. Οι λήσταρχοι υπήρξαν εξόχως θρησκευόμενα άτομα. Οι αδερφοί Ρετζαίοι κατάγονταν από οικογένεια ιερέων, ενώ ο Γιαγκούλας είχε σκαλισμένο πάνω στο όπλο του με περίσσια προσοχή τον Αγιο Γεώργιο. Στην τσάντα τού Πάντου Μπαμπάνη βρέθηκε μια εικόνα του Αϊ-Γιώργη του Τροπαιοφόρου. Επίσης, τα καλύτερα κρησφύγετα των κακοποιών ήταν τα απομακρυσμένα μοναστήρια.
6. Οπως οι τρομοκρατικές οργανώσεις έδιναν στη δημοσιότητα φωτογραφίες από τις γιάφκες και τον οπλισμό τους, έτσι και οι λήσταρχοι έδιναν στον Τύπο προσωπικές φωτογραφίες τους, για να αποδείξουν την περιφρόνησή τους προς τις Αρχές.
7. Διατηρούσαν άριστες σχέσεις με τον Τύπο της εποχής και με αρκετούς δημοσιογράφους, στους οποίους κατά διαστήματα παραχωρούσαν συνεντεύξεις.
8. [Ο Λεωνίδας Μπαμπάνης.] Οι λήσταρχοι προμηθεύονταν τακτικά εφημερίδες και αντλούσαν πληροφορίες για τις κινήσεις και τις προθέσεις των διωκτικών αρχών. Οι Ρετζαίοι, όταν απήγαγαν έναν Εβραίο έμπορο ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωση του, μάθαιναν την πορεία των ερευνών από την εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου».
9. Ιδιαίτερα έντονο ήταν το μίσος των ληστών για την Χωροφυλακή, την οποία πολλές φορές γελοιοποιούσαν κατά τρόπο εξευτελιστικό. Σε ένα σημείωμα προς τον αστυνομικό διευθυντή Ιωαννίνων, ο λήσταρχος Ρέτζης έγραφε: «Σήμερα το απόγευμα εγώ, ο Θύμιος Ρέτζης, θα αγοράσω τσιγάρα από την πλατεία και από τον καπνοπώλη που θα σου δώσει αυτό το σημείωμα. Αν μπορείς, έλα να με πιάσεις».
10. Οι περισσότεροι ληστές ήταν άριστοι σκοπευτές, ενώ ακόμη και οι ενέδρες που έστηναν ήταν υποδειγματικά οργανωμένες.
11. Εκατό χρόνια μετά τη δράση τους το ρηθέν του Φώτη Γιαγκούλα παραμένει επίκαιρο: «Οι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις».
Κυνηγοί κεφαλών
Τα μυθώδη ποσά των επικηρύξεων υπήρξαν δέλεαρ για τη φτωχή επαρχία και πολύ σημαντικό όπλο των Αρχών για να περιοριστεί το φαινόμενο των ληστρικών συμμοριών. Κορυφή όλων ήταν το νομοθετικό διάταγμα του 1925 «Περί αμνηστείας ληστών φονευόντων ληστήν», που εφάρμοσε ο δικτάτορας Πάγκαλος.
Οπως ήταν φυσικό, έγινε χαμός. Ολοι οι μεγάλοι λήσταρχοι «πούλησαν» στην κυβέρνηση κεφάλια ληστών όχι πάντα μικρότερης ικανότητας για την αμνηστία και την άρση της επικήρυξης. Οι μεγαλύτεροι δολοφόνοι των βουνών επανεντάχθηκαν στις τοπικές κοινωνίες, κουβαλώντας απλώς (μέσα σε έναν ντορβά) την κομμένη κεφαλή κάποιου επικηρυγμένου -συνήθως του αδελφοποιτού λήσταρχου και αρχηγού τους.