Ο Παύλος Πολάκης, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος για την ηγεσία του κόμματος, σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στην τηλεόραση του Open, παραδέχτηκε δημόσια ότι έκανε λάθος όταν στήριξε τον Στέφανο Κασσελάκη για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η δήλωση αυτή έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή για το κόμμα, καθώς οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις έχουν οξυνθεί.
Η αρχική στήριξη στον Κασσελάκη
Ο Πολάκης εξήγησε ότι το περασμένο καλοκαίρι, μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, θεώρησε ότι ο Στέφανος Κασσελάκης θα μπορούσε να ανασυγκροτήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τον έκρινε ως έναν ευφυή νέο που θα μπορούσε να προσελκύσει τους νέους ψηφοφόρους. Παράλληλα, εκτιμούσε ότι η Έφη Αχτσιόγλου δεν είχε τη δυναμική να οδηγήσει το κόμμα στην αναγκαία «αναβάπτιση».
Ωστόσο, όπως ομολογεί, ο Κασσελάκης “το έχασε σε πολλά”. Ένα από τα κύρια προβλήματα, σύμφωνα με τον Πολάκη, ήταν η αδυναμία του να δημιουργήσει ένα ισχυρό πολιτικό επιτελείο που να μπορεί να υποστηρίξει την ηγεσία του, κάτι που είναι απαραίτητο για τα κόμματα της Αριστεράς.
Οι λόγοι της διαφωνίας
Ο Πολάκης τόνισε επίσης πως η υπερβολική εστίαση στην προσωπική ζωή του Κασσελάκη έβλαψε το κόμμα, επισκιάζοντας την ουσία των πολιτικών προτάσεων. Παράλληλα, αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες διαφωνίες, όπως η θετική στάση του Κασσελάκη για την αγορά των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και η στάση του σε θέματα δικαιωμάτων, όπως ο νόμος για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Ο ίδιος παραδέχτηκε πως, αν και υποστήριξε τον Κασσελάκη αρχικά, η αδυναμία του να διαμορφώσει μια συλλογική πολιτική γραμμή μέσα στο κόμμα αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη μεταστροφή του.
Τι χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ
Στην ίδια συνέντευξη, ο Πολάκης υπογράμμισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται άμεση ανανέωση και σαφή προσανατολισμό προς τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη. Σχολίασε επίσης την ανάγκη να αντιστραφεί η αναδιανομή πλούτου που, όπως τόνισε, συμβαίνει με την κάλυψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κατηγορώντας την κυβέρνηση για υπέρμετρη ευνοιοκρατία προς συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα.
Τέλος, ανέδειξε τη σημασία της δικαιοσύνης και τόνισε την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα, προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα που αφορούν την ενίσχυση του δικαστικού προσωπικού και τη μείωση των καθυστερήσεων στην εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς.