Τον Ιούνιο του 2018 το ανώτατο δικαστήριο της Ελλάδας είχε προβληματιστεί με την ‘130/2015 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης, με την οποία κηρύχθηκε αθώος κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της αποπλάνησης παιδιού που έχει συμπληρώσει τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, κατ’ εξακολούθηση’ αν και είναι γνωστό ότι σύμφωνα με τον νόμο ‘η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ’ αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία’.
Διαβάζοντας την απόφαση του Αρείου Πάγου πληροφορούμεθα ότι το εφετείο Κατερίνης είχε γράψει ότι:
Ήδη από την 6η τάξη του Δημοτικού Σχολείου χρησιμοποιούσε το facebook της μητέρας της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί επαφές και γνωριμίες με διάφορα παιδιά του χωριού, όπου κατοικούσε (…), τα οποία εν συνεχεία συναντούσε στην κεντρική πλατεία και δημιουργούσε τις φιλικές της παρέες.
Ο κατηγορούμενος ανήκε στην παρέα της και η επικοινωνία μαζί του έγινε αρχικά μέσω του facebook.
Οι έντονες εφηβικές ανησυχίες της αλλά και οι διαταραγμένες σχέσεις των γονιών της, βρήκαν καταφύγιο στο φιλικό δεσμό που ανέπτυξε με τον 20χρονο τότε κατηγορούμενο, ο οποίος εν συνεχεία εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό.
Κατά την αυτοπρόσωπη μαρτυρία της στο ακροατήριο, το Δικαστήριο (16 πλέον ετών), είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την όψιμη σωματική αλλά και πνευματική ανάπτυξή της.
Η έντονη προσωπικότητά της αλλά και η ευφυΐα της είναι εμφανείς.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και ο ψυχίατρος-πραγματογνώμονας, ο οποίος κατέθεσε ότι η ωριμότητά της είναι σαν κοπέλας 25 ετών.
Αυτά τα χαρίσματα που θα της επέτρεπαν να σπουδάσει, αλλά και η υπερτροφική αγάπη του πατέρα της, τον οδήγησαν σε απεγνωσμένες προσπάθειες διακοπής αυτής της σχέσης.
Χειροδίκησε πολλές φορές τόσο κατά του κατηγορουμένου, όσο και κατά της θυγατέρας του, με αποτέλεσμα να ενισχύει ακόμα περισσότερο τη διάθεσή της για να απομακρυνθεί από την πατρική οικογένειά της και να βρει καταφύγιο ηρεμίας στη σχέση της με τον κατηγορούμενο.
Ο τελευταίος, παρά τα 20 έτη του κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, ήταν ανώριμος ηλικιακά, πλην όμως ευαίσθητος ψυχικά.
Καμία ένδειξη για πλάνη, απάτη ή απειλή ως προς τη βούληση της παθούσας για σύναψη ερωτικής σχέσης δεν προέκυψε.
Πολλώ δε μάλλον για αποπλάνησή της … εξαπάτησή της για την τέλεση άλλων πράξεων και όχι των ερωτικών εκ μέρους του κατηγορουμένου
Αυτή η ανωριμότητά του (συγκατοικεί με τη μητέρα του, η οποία ως οικονομική μετανάστης από την Αλβανία εργάζεται και τον συντηρεί) όχι μόνο δεν του επιτρέπει να τελέσει γάμο με την παθούσα, αλλά αποτελεί και την αδιάψευστη απόδειξη ότι καμία τέλεση ασελγούς πράξης εις βάρος της παθούσας δεν συνέβη χωρίς τη θέλησή της.
Όσον αφορά τον επηρεασμό της βούλησης της παθούσας μέσω της χρήσης ουσιών, που υπαινίχθηκε η πλευρά της πολιτικής αγωγής, η κατάθεση του ψυχιάτρου, υπευθύνου του …, ήταν σαφώς αρνητική.
Συνεπώς, συνεκτιμώντας το Δικαστήριο τις ανωτέρω ειδικές περιστάσεις του τόπου, του χρόνου και των ιδιαίτερων στοιχείων της προσωπικότητας των διαδίκων, αποφαίνεται ότι πρέπει να αρθεί το άδικο των υπό κατηγορία πράξεων και συνεπώς, εφόσον δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 339 ΠΚ περί αποπλάνησης ανηλίκων, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου”.
Αν και ο Άρειος Πάγος απεφάνθη τελικώς ότι ‘Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης, με το να δεχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο ως άνω εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, διότι, κατά τις παραδοχές του, οι κατ’ εξακολούθηση ασελγείς πράξεις που ενήργησε σε βάρος της ανήλικης έγιναν με τη θέλησή της και ως εκ τούτου αίρεται ο άδικος χαρακτήρας του εν λόγω εγκλήματος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, την οποία ευθέως παραβίασε, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η συναίνεση της ανήλικης δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της ως άνω αξιόποινης πράξης’ δεν ακύρωσε το αθωωτικό αποτέλεσμα, αλλά η απόφασή του έχει νομολογιακό χαρακτήρα.
Δηλαδή συνέχισε να απαγορεύει αυτό που απαγορευότανε, αλλά όταν τελέστηκε δεν κολάστηκε…
Εντύπωση μάλιστα προκαλεί και το γεγονός ότι αν και όχι μόνο η ηλικία αλλά και η οικογενειακή κατάσταση της μαθήτριας δημοτικού την καθιστούσε ευπαθή στην αποπλάνηση αυτό λειτούργησε όχι επιβαρυντικά, αλλά ελαφρυντικό σύμφωνα με την άποψη ‘ψυχιάτρου-πραγματογνώμονα’ που δέχτηκε το εφετείο.
Η όλη ιστορία με έκανε να θυμηθώ (για μια ακόμη φορά) το λεχθέν υπό τουΚάρλ Λυούελυν (ενός εκ των 20 γνωστότερων νομικών του 20ου αιώνα) ότι ο νόμος δεν είναι περισσότερο από στόκος στα χέρια του δικαστή που αποφασίζει με βάση προσωπικές προκαταλήψεις…
Πηγή