Μετά τον σάλο που προκλήθηκε από το ρεπορτάζ του Γιώργου Λιάγκα στην εκπομπή «Το Πρωινό», ο Αντώνης Κανάκης αποφάσισε να εκφράσει τη δική του άποψη με ένα αιχμηρό κείμενο στα social media. Το κείμενο αυτό απευθύνεται κυρίως στα τηλεοπτικά κανάλια, τα οποία κατηγορεί για την επικράτηση μιας τοξικής κουλτούρας που, όπως αναφέρει, προάγει τη «σαπίλα» και την «λοβοτομή».
Η κριτική του Αντώνη Κανάκη
Ο γνωστός παρουσιαστής και παραγωγός δεν μάσησε τα λόγια του, επισημαίνοντας ότι τα κανάλια επιλέγουν να επαναλαμβάνουν τις ίδιες ανούσιες και παρακμιακές εκπομπές, αντί να καινοτομήσουν και να προσφέρουν ποιοτικό περιεχόμενο. Αναφερόμενος στις τηλεοπτικές σκοπιμότητες, σημειώνει πως τα κανάλια προτιμούν να ακολουθούν τα βραχυπρόθεσμα κέρδη, θυσιάζοντας την κοινωνική ευθύνη και την αξιοπρέπεια.
Χαρακτηριστικά, γράφει: «Οι σταθμοί αδυνατούν να δημιουργήσουν ενδιαφέρουσες εκπομπές απαλλαγμένες από αυτήν την κακώς εννοούμενη τηλεοπτική κουλτούρα. Βολεύονται και αναπαράγουν τα ίδια και τα ίδια φαινόμενα, θεωρώντας πως αυτά εξυπηρετούν τηλεοπτικές σκοπιμότητες. Αμφισβητώ όμως ριζικά αυτή τη στρατηγική, καθώς τα αποτελέσματα της τηλεθέασης δείχνουν πως ολοένα και περισσότεροι θεατές απομακρύνονται από την τηλεόραση».
Το όριο μεταξύ τηλεοπτικών σκοπιμοτήτων και κοινωνικής ευθύνης
Ο Κανάκης θέτει επίσης ένα σημαντικό ερώτημα: «Πού τελειώνουν οι τηλεοπτικές σκοπιμότητες και πού αρχίζει η κοινωνική ευθύνη;». Το ερώτημα αυτό αντανακλά τη βαθιά ανησυχία του για το κατά πόσο η τηλεόραση έχει χάσει το ηθικό της κέντρο, θυσιάζοντας κάθε ίχνος αξιοπρέπειας για χάρη της τηλεθέασης και των κερδών.
Στο κείμενό του, ο Κανάκης δεν περιορίζεται στην καταγγελία των καναλιών, αλλά αναρωτιέται για την ευρύτερη πορεία της κοινωνίας, όπου η παρακμή και η τοξικότητα φαίνεται να έχουν κατακτήσει το προσκήνιο. Η κριτική του είναι σαφής: η τηλεόραση, με την υιοθέτηση αυτών των τακτικών, δεν έχει μέλλον και οδεύει ολοταχώς προς τον «ολοκληρωτικό θάνατό» της.
Η αναφορά στην εθνική ποδοσφαίρου
Σε μια εντυπωσιακή αντιπαραβολή, ο Κανάκης κλείνει το κείμενό του αναφέροντας το παράδειγμα της εθνικής ποδοσφαίρου, που κατάφερε με «ψυχή» να τιμήσει τον συνάδελφό της και να γράψει ιστορία. Μέσα από αυτή την αναφορά, τονίζει ότι υπάρχει ακόμα χώρος για αξίες όπως η αλληλεγγύη και η τιμή, στοιχεία που φαίνεται να λείπουν από τον σύγχρονο τηλεοπτικό κόσμο.
Το κείμενο που έγραψε ο Αντώνης Κανάκης
«Τι ρούχα φορούσε το άψυχο σώμα του παλικαριού; Ήταν επώνυμου σχεδιαστή; Πόσο στοίχισαν; Αυτά γιατί δεν τα μάθαμε;
Τέσσερις ημέρες μετά, όπου τίποτα δεν άλλαξε, θα μου επιτρέψετε δύο κουβέντες.
Δύο κουβέντες όχι για πρόσωπα, αλλά για τα κανάλια.
Εξάλλου, είναι περισσότερο θέμα όχι τόσο προσώπων (δεν είναι όλοι και όλα το ίδιο φυσικά), όσο μιας συγκεκριμένης τηλεοπτικής κουλτούρας που τα κανάλια επιλέγουν και διαιωνίζουν.
Δεκαετίες τώρα οι παρασκηνιακές μου ζυμώσεις έως και συγκρούσεις με τους τηλεοπτικούς σταθμούς αφορούν έναν βασικό λόγο:
Πάντοτε υποστηρίζω την άποψη, πως δεν χρειάζεται όλη αυτή η σαπίλα και η λοβοτομή για να επιτευχθούν οι όποιοι τηλεοπτικοί στόχοι.
Σίγουρα όχι σε αυτόν τον βαθμό.
Οι σταθμοί όμως, αδυνατώντας προφανώς να δημιουργήσουν ενδιαφέρουσες εκπομπές απαλλαγμένες από αυτήν την κακώς εννοούμενη τηλεοπτική κουλτούρα, βολεύονται και αναπαράγουν τα ίδια και τα ίδια φαινόμενα, θεωρώντας πως αυτά εξυπηρετούν τηλεοπτικές τους σκοπιμότητες. Κάτι που το αμφισβητώ ριζικά, γιατί αν δει κανείς τα αποτελέσματα τηλεθέασης θα τρομάξει με το πόσος κόσμος έχει γυρίσει την πλάτη του στην τηλεόραση και εύκολα θα καταλάβει πως οι τακτικές των καναλιών οδηγούν μακροπρόθεσμα το μέσο σε βέβαιο και ολοκληρωτικό θάνατο.
Όμως, ας δεχτούμε ότι η παρακμή και η τοξικότητα εξυπηρετεί κουτσά στραβά και βραχυπρόθεσμα κάποιες τηλεοπτικές σκοπιμότητες, ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ:
Που τελειώνουν οι σκοπιμότητες αυτές και που ξεκινάει η αξιοπρέπεια, η κοινωνική ευθύνη και ευαισθησία;
Ή μήπως δεν υπάρχει καν αυτό το όριο, αυτό το μεταίχμιο και η αξιοπρέπεια μαζί με την κοινωνική ευθύνη, απλά δεν έχουν χώρο στον νέο θαυμάσιο κόσμο που ζούμε;
Υ. Γ. Στον αντίποδα η εθνική ποδοσφαίρου. Παιδιά που επιδεικνύοντας απίστευτη ψυχή, τίμησαν τον συνάδελφό τους, γράφοντας ιστορία».