Το αγόρι γυρίζει την κοπελιά του στο σπίτι πριν (ως συνήθως) τα μεσάνυχτα. Όταν φτάνουν στην εξώπορτα, ακουμπάει το χέρι στον τοίχο και της λέει,
– γλυκιά μου κάνε μου μια πιπα
– τι; – είσαι τρελός;
– μη στενοχωρείσαι θα είμαι γρήγορος, κανένα πρόβλημα… – όχι! …
κάποιος θα μας δει, κάποιος συγγενής, ίσως ο γείτονας.
– τέτοια ώρα, μεσάνυχτα είναι κανένας δεν θα μας δει
– είπα όχι!, και ξανά όχι!
– γλυκιά μου, είναι μια γρήγορη πιπα, το ξέρω ότι και εσένα σου αρέσει
– όχι!!!, είπα όχι!
– αγάπη μου μην κάνεις έτσι. . .
Αυτή τη στιγμή η μικρότερη αδελφή είχε κατεβεί στην εξώπορτα,με την νυχτικιά της,αναμαλλιασμένη και τρίβοντας τα μάτια της λέει,
– ο μπαμπάς είπε, πρέπει να του κάνεις μια πιπα, η εγώ να του κάνω μια
πίπα….
η ο ίδιος θα κατεβεί κάτω να του κάνει μια πιπα, αλλά για το θεό, πες… το αγόρι σου να πάρει το χέρι του από το θυροτηλέφωνο.