Ένας ήταν στη εθνική οδό Αθηνών-Λσμίας …Χειμώνας και το κρύο τσουκτερό., έκανε ωτοστόπ αλλά για κακή του τύχη ΔΕΝ παιρνούσε κανείς
Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε.
– Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.
Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν.
– Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.
– Ααχ! παράδεισος είναι εδώ.
– Χίλια ευχαριστώ που σταμα…στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο.
Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει!
– Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
– Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω.
– Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σε ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.
– Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σε αυτό το αμάξι… είναι στοιχειωμένο!
– Πιο στοιχειωμένο ρε βλάκα… από τα διόδια το σπρώχνω!