Πεθαίνει ένας άνθρωπος και πηγαίνει στον Παράδεισο. Περνάει πρώτα όμως έξω από την Κόλαση, όπου και ακούει έναν χαμό από γλέντια. Με Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, και δεν συμμαζεύεται. Τρίβει τα χέρια του όλο χαρά και σκέφτεται:
– “Αφού η Κόλαση είναι έτσι… φαντάσου ο Παράδεισος”.
Φτάνοντας, τον καλωσορίζει ο Αγιος Πέτρος. Αργότερα του δείχνει το δωμάτιο του.
– “Περίεργο”, σκέφτεται ο τύπος.
– “Πολύ ησυχία έχει… μάλλον θα τελείωσε το γλέντι…”
– Την επόμενη μέρα, ρωτάει τον Αγιο Πέτρο:
– “Ποιο είναι το πρόγραμμα για σήμερα;”
– “Το πρωί πηγαίνουμε στο λιβάδι να μαζέψουμε λουλούδια.
– Το μεσημέρι έχει λειτουργία και μετά ακολουθεί το λιτό μας γεύμα.
– Έπειτα έχουμε ξεκούραση και το βράδυ εσπερινό και αγρυπνία!!!”, του απαντάει ο Αγιος Πέτρος.
– Σκέφτεται λοιπόν ο τύπος, ότι ίσως δεν ήταν σήμερα μέρα για γλέντι. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Οπότε, πιάνει μια μέρα τον Αγιο Πέτρο και τον ρωτά:
– “Το γλέντι πότε είναι;”
– “Ποιο γλέντι;” απαντάει ο άγιος.
– “Μα, καθώς ερχόμουν περνώντας έξω από την Κόλαση, άκουσα Τσιτσάνη και τραγούδια…
– Εδώ πότε γλεντάμε;”
– “Μα καλά, μέτρησες πόσοι είστε εδώ;”
– “Ναι, είμαστε 14.”…
– “Και με συμφέρει εμένα για 14 άτομα, να φέρω ορχήστρα;;