Ο Βασίλης νοίκιασε διαμέρισμα σε κυριλέ συνοικία. Αφού εγκαταστάθηκε, κατέβηκε στην είσοδο για να βάλει το όνομά του στο κουδούνι.
Λίγο πριν βγει, ανοίγει μια πόρτα του ισογείου και βγαίνει μια πανέμορφη κοπέλα φορώντας μια ξεκούμπωτη ρόμπα…
Του χαμογελάει, της χαμογελάει και πιάνουν την κουβέντα.
– Καθώς συζητούν, η ρόμπα της κοπέλας ανοίγει και ο Βασίλης αντιλαμβάνεται εν μέσω έξαψης πως η γυναίκα είναι ολόγυμνη.
– Κοκκινίζει, ιδρώνει και καταβάλει απεγνωσμένες -και αποτυχημένες- προσπάθειες να κρατήσει το βλέμμα του στα μάτια της.
Λίγα λεπτά αργότερα, η κοπέλα τον πιάνει από το χέρι και του λέει:
– Ας μπούμε στο διαμέρισμά μου. Ακούω κάποιον να έρχεται.
Μπαίνουν μέσα και η γυναίκα πετάει τη ρόμπα κάτω, ακουμπάει στην πόρτα και του λέει:
– Λοιπόν, ποιο νομίζεις πως είναι το καλύτερο σημείο στο σώμα μου;
Ο Βασίλης, σκουπίζει το μέτωπό του, ξεροβήχει και λέει τελικά:
– Εεε, νομίζω πως είναι τα αυτιά σου!
– Τα αυτιά μου;!
– Καλά, Δε βλέπεις τα υπέροχα στητά μπαλκόνια μου, τους καλογυμνασμένους κοιλιακούς μου, την τορνευτή λεκάνη μου, το αψεγάδιαστο δέρμα μου; – Πως στο καλό λες πως το καλύτερο μέρος του σώματός μου είναι τα αυτιά μου;
– Έξω, στο διάδρομο, όταν είπες πως άκουσες κάποιον να »έρχεται»…
έεε, εγώ ήμουν!