Ένα Αλβανάκι, ο Αλία, ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς του και το έστειλαν σχολείο. Την πρώτη μέρα ρωτάει η δασκάλα τα παιδάκια:
-Εσένα πώς σε λένε;
-Ελενίτσα.
-Και εσένα;
-Κωστάκη.
Ήρθε και η σειρά του μικρού Αλία: -Εσένα πώς σε λένε;
-Με λένε Αλία και είμαι από την Αλβανία.
-Από εδώ και πέρα θα λέμε πως είσαι ο Γιαννάκης και είσαι από την Ελλάδα.
Χάρηκε πολύ ο μικρός, αφού τα υπόλοιπα παιδιά δε θα τον κορόιδευαν και θα έπαιζαν μαζί του.
Όταν γύρισε σπίτι του λέει η μητέρα του:
-Αλία, πλύνε τα χέρια σου και έλα να φάμε.
-Δε με λένε Αλία. Με λένε Γιαννάκη και είμαι Ελληνόπουλο.
-Τι είπες; Αντί να είσαι περήφανος που είσαι από την Αλβανία λες πως είσαι Ελληνόπουλο;
Και του δίνει ένα χέρι ξύλο.
Το βράδυ γυρίζει ο πατέρας του.
-Τι έχεις Αλία; Γιατί κλαις;
-Ουφ πια! Δε με λένε Αλία. Με λένε Γιαννάκη και είμαι Ελληνόπουλο.
-Τι είπες; Δεν ντρέπεσαι να λες ότι είσαι Ελληνόπουλο;
Και τον δέρνει και αυτός.
Την επόμενη μέρα πάει στο σχολείο και τον βλέπει η δασκάλα μελανιασμένο.
-Τι έπαθες Γιαννάκη;
-Πού να σας τα λέω κυρία. Χτες το βράδυ με έδειραν δυο Αλβανοί!