Ένας τύπος κάπου σε ενα βουνό στη Σκωτία…τού χαλάει το αυτοκίνητο…πάει με τα πόδια στο πρώτο αγροτόσπιτο,χτυπάει την
πόρτα και βγαίνει ένας Σκωτσέζος.
– Έμεινα με το αυτοκίνητο,μπορώ να περάσω εδώ το βράδυ;
– Φυσικά,έλα μέσα να απολάυσεις την πασίγνωστη Σκωτσέζικη φιλοξενία.
Μπαίνει ο τύπος.Ο Σκωτσεζος:
– Γκουεεεεεντολιν! – εμφανίζεται η κόρη του
– Γκουεντολιν,βάλε στον κύριο να φάει .
Ο τύπος σε λίγο έτρωγε ένα καλομαγειρεμένο ζεστό φαγητό.
Ο Σκωτσέζος:
– εγώ τώρα πρέπει να βγω για να αρμέξω τα ζώα,αλλά εσύ μείνε εδώ και επωφελήσου της πασίγνωστης Σκωτσέζικης φιλοξενίας.
Με το που βγήκε ο Σκωτσέζος, ο τύπος διπλαρώνει την κόρη και σύντομα βρέθηκαν ξαπλωμένοι στο πάτωμα….
– Ξαφνικά ανοίγει τη πόρτα,ο Σκωτσέζος!
– Βλέπει ότι βλέπει,γινεται κατακόκκινος,αφήνει να του πέσουν οι δυο καρδάρες με το γάλα και βάζει φωνή μεγάλη:
– Μετά από τόσα και τόσα που είπα για την Σκωτσέζικη φιλοξενία!
– Σήκωσε,μωρή,λίγο τον κwλο σου και ακουμπάνε τα αρχiδι@ του ανθρώπου στα παγωμένα τα πλακάκια!