Μια φορά πηγαίνει κάποιος με το αυτοκίνητό του σ ένα σκοτεινό δρόμο.
Ξαφνικά εκεί που πηγαίνει τον πιάνει λάστιχο.
Κατεβαίνει βγάζει την ρεζέρβα του αυτοκινήτου, το κλειδί για να ξεβιδώσει το λάστιχο και πάει να βρει και τον γρύλλο.
Ψάχνει λίγη ώρα αλλά δεν τον βρίσκει, τελικά αποφασίζει να περπατήσει.
– Μέχρι να βρει κάποιο σπίτι και να ζητήσει να τον βοηθήσουν.
– Στον δρόμο που περπατούσε βλέπει μακριά ένα σπίτι με ένα φως αναμμένο και παίρνει την απόφαση να πάει να ζητήσει βοήθεια .
– Καθώς περπατούσε σκεπτόταν διάφορα πράγματα ,δεν ήξερε αν είχαν αυτοκίνητο και αν είχαν αυτοκίνητο αν θα είχαν γρύλλο, μήπως τον παρεξηγούσαν, μήπως ήταν καμιά γυναίκα μόνη της και φοβόταν και τον πυροβολούσε και πολλά άλλα, όλα αρνητικά.
– Φτάνοντας λοιπόν στο σπίτι απογοητευμένος από της αρνητικές σκέψεις παίρνει την απόφαση να χτυπήσει την πόρτα.
– Χτυπά την πόρτα και περιμένει να του ανοίξουν.
– Ανοίγει λοιπόν η πόρτα, βγαίνει κάποιος κύριος και πριν προλάβει να μιλήσει του λέει ο άλλος..
– ΔΕΝ ΜΕ ΠΑΡΑΤΑΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ Ο ΓΡΥΛΛΟΣ ΣΟΥ…