Διανύοντας την περίοδο του τρίτου lockdown και ενώ η πανδημία συμπληρώνει ένα έτος, το ερώτημα που απασχολεί ολοένα και περισσότερο τους γονείς είναι η επίπτωση του SARS-CoV-2 στα παιδιά, τα οποία μέχρι πρότινος θεωρούνταν ως επί το πλείστον «αλώβητα».
Η παιδίατρος και επιστημονική συνεργάτρια της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Αννα Παρδάλη αναλύει τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα και εξηγεί όλα εκείνα τα συμπτώματα που πρέπει να υποψιάσουν τους γονείς για πιθανή μόλυνση των μικρότερων μελών της οικογένειας από τον νέο κορωνοϊό.
Η ειδικός δίνει ιδιαίτερα έμφαση και στις μεταλλάξεις ή παραλλαγές του ιού που έχουν απασχολήσει την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, ειδικά στο βρετανικό στέλεχος Β.1.1.7 που, σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα επικρατήσει και στη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό η ίδια επικαλείται τη νέα έκθεση αξιολόγησης κινδύνου για την πανδημία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC), σύμφωνα με την οποία και εξαιτίας «της αυξημένης μεταδοτικότητας των νέων παραλλαγών του κορωνοϊού, της δυνατότητάς τους να προκαλούν πιο σοβαρή Covid-19, καθώς και της πιθανότητας τα εμβόλια να είναι σε έναν βαθμό λιγότερο αποτελεσματικά έναντι κάποιας από αυτές τις μεταλλάξεις, ο κίνδυνος από την περαιτέρω εξάπλωση των παραλλαγών στην Ευρώπη αξιολογείται σήμερα ως «υψηλός – πολύ υψηλός» για τον γενικό πληθυσμό και «πολύ υψηλός» για τα ευάλωτα άτομα».
Εντούτοις, σε άλλο σημείο της έκθεσης του ECDC αναφέρεται πως το κλείσιμο των σχολείων πρέπει να αποτελεί μέτρο τελευταίας καταφυγής και να ξεκινά από τις μεγαλύτερες ηλικίες προς τις μικρότερες. «Και αυτό γιατί τα δεδομένα, παρά την αυξημένη μεταδοτικότητα των νέων παραλλαγών του κορωνοϊού στα παιδιά, συνεχίζουν να συμφωνούν ότι ακόμη νοσούν και ιοφορούν λιγότερο σε σχέση με τους ενηλίκους».
Πάντως και όπως διαπιστώνει η Αννα Παρδάλη, «τα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας μας περιθάλπουν όλο και πιο πολλά παιδιά, μερικά από τα οποία έχει χρειαστεί να νοσηλευτούν ακόμη και σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), και για πρώτη φορά στην Ελλάδα καταγράφεται θάνατος μιας έφηβης με υποκείμενο νόσημα».
Και παρότι στην πλειονότητά τους έχουν ήπια κλινική εικόνα και καλή πρόγνωση, «δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι κάποια παιδιά μπορεί να αναπτύξουν σοβαρή νόσο, ιδιαίτερα αυτά που είναι κάτω του έτους, που εμφανίζουν άτυπες εκδηλώσεις, υποκείμενα νοσήματα ή κάνουν μακροχρόνια χρήση ανοσοκατασταλτικών».
Σε κάθε περίπτωση, «η επιδείνωση της αναπνευστικής λειτουργίας στη δεύτερη φάση της νόσου δεν είναι χαρακτηριστικό στα παιδιά. Το πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο πάλι, που εμφανίζεται σπάνια στα παιδιά, συνήθως εκδηλώνεται την 4η εβδομάδα της νόσου, με θορυβώδη εικόνα από αρκετά, ταυτόχρονα, συστήματα του οργανισμού (αναπνευστικό, καρδιαγγειακό, δέρμα κ.τ.λ.)».
Τα ύποπτα σημάδια
Κατά κανόνα, στα περισσότερα παιδιά τα συμπτώματα συνεχίζουν να μη διαφέρουν από αυτά που προκαλεί μια οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη του αναπνευστικού και συνήθως προβάλλουν ως κοινή ίωση. Ετσι, στα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνονται πυρετός, ρινίτιδα, ήπιος βήχας, πονόλαιμος, κακουχία, πονοκέφαλος και σπανιότερα συμπτώματα από το γαστρεντερικό, ανοσμία ή αγευσία.
«Κάτι που διαφέρει σε σχέση με ό,τι θεωρούσαμε έως τώρα και συχνά μπερδεύει τους γονείς και αποδίδεται σε κοινή ίωση είναι η ρινίτιδα (ρινική συμφόρηση, καταρροή), η οποία παλιότερα όχι μόνο δεν εθεωρείτο χαρακτηριστικό και συχνό σύμπτωμα της νόσου Covid-19, αλλά αντιμετωπιζόταν ως «καθησυχαστικό» σημείο αποκλεισμού της. Σήμερα λοιπόν είναι σαφές ότι στα παιδιά οποιοδήποτε σύμπτωμα από το αναπνευστικό μπορεί να άφορα τη νόσο Covid-19», υπογραμμίζει η Παρδάλη.
Και συνεχίζει: «Τα σημεία που θα μας οδηγήσουν στη διάγνωση της νόσου, καθώς αυτή έχει ήπια εικόνα στα παιδιά, προκύπτουν περισσότερο από το ιστορικό, ύποπτες επαφές, και κυρίως από την ύπαρξη υπόπτων συμπτωμάτων σε ενηλίκους του στενού κυρίως ενδοοικογενειακού περιβάλλοντος. Και βέβαια η μόνη, με τα μεγαλύτερα δυνατά ποσοστά βεβαιότητας, διαγνωστική προσπέλαση είναι αυτή του μοριακού ελέγχου με real time-pcr».
Επίσης έρευνες δείχνουν πως ο εμβολιασμός των ενηλίκων που έως τώρα έχει επιτευχθεί μειώνει μεν το ιικό φορτίο στους εμβολιασμένους, αλλά δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο εάν αυτή η μείωση είναι αρκετή για να εμποδίσει τη μετάδοση. Και από την άλλη, ενώ οι μελέτες για τους εμβολιασμούς στα παιδιά προχωρούν, δεν φαίνεται τα παιδιά να συμπεριλαμβάνονται σύντομα στις ομάδες του εμβολιαζόμενου πληθυσμού.
«Για όλ
ους τους παραπάνω λόγους, αλλά κυρίως γιατί συνεχίζουν να καταγράφονται αρκετά κρούσματα καθημερινά, οι οδηγίες σε ό,τι αφορά τα σχολεία και τις δραστηριότητες των παιδιών, τουλάχιστον αυτές σε οργανωμένο πλαίσιο, παραμένουν στα πλαίσια της αυστηρής απαγόρευσης», σημειώνει η ειδικός.
Η τηλεκπαίδευση
Η τηλεκπαίδευση που έχει επανέλθει στην καθημερινότητα των παιδιών οδηγεί μοιραία σε καθήλωση διάρκειας τριών έως και δώδεκα ωρών καθημερινά μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή – αν κανείς προσθέσει και τις ώρες της μελέτης αλλά και των φροντιστηριακών μαθημάτων.
Αν δε κανείς συνυπολογίζει και την ώρα που (κυρίως) οι έφηβοι διαθέτουν καθημερινά για την κοινωνική αλληλεπίδραση με τους φίλους τους (που τόσο την έχουν ανάγκη) μέσα από τα διάφορα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, ομαδικά ή ατομικά ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.τ.λ.), τότε συμπεραίνει ότι η ζωή τους, πραγματικά, εξελίσσεται καθημερινά μπροστά σε μια οθόνη.
«Ομως, η πολύωρη καθήλωση στις οθόνες στην περίοδο της καραντίνας, λόγω της μειωμένης φυσικής δραστηριότητας και της τάσης να καταναλώνεται παράλληλα περισσότερη τροφή, έχει συσχετιστεί μεταξύ άλλων με σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους. Η υπερβαρότητα και η παιδική παχυσαρκία αποτελούσαν ήδη ένα σοβαρό πρόβλημα για τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, με τις διάφορες έρευνες να κατατάσσουν τα Ελληνόπουλα ακόμη και στην πρώτη θέση σε παγκόσμια κατάταξη», προειδοποιεί η Αννα Παρδάλη.
Οι συνέπειες ωστόσο δεν σταματούν εδώ: «Επίσης έχουν επιφέρει αλλαγές όπως αντιδραστική συμπεριφορά, νευρικότητα, πονοκέφαλοι, διαταραχές του ύπνου, άγχη, φοβίες, διαταράσσοντας την ενδοοικογενειακή ισορροπία, κρούοντας τον κώδωνα του κίνδυνου για την οικογένεια και την πολιτεία σε κινητοποίηση για αντίστοιχη μέριμνα, καθώς οι συνέπειες στην ψυχική υγεία και ισορροπία των παιδιών ίσως αξιολογηθούν, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, ως πολύ πιο σοβαρές απ’ ό,τι τώρα νομίζουμε».
Πηγή: εφ ΤΑ ΝΕΑ