Άποψη, ανάγκη ή τρέντι φιλοτιμία, το carpooling ήρθε μπορεί να λύσει το πρόβλημα των μετακινήσεων στην Ελλάδα της κρίσης.
«Αν κανείς κατεβαίνει από Κηφισίας (Μέγαρο ΟΤΕ) με κατεύθυνση προς το Κέντρο, ας μας κάνει ένα #carpooling αγάπης #apergies”. Ένα τυχαίο τουίτ από τον @constantinos88, φωνή βοώντος μέσα στο ελληνικό Τwitter, δείχνει τον τρόπο: την περίοδο που η Αθήνα ξεκινά τη μέρα της διαβάζοντας στο απεργιακό δελτίο ποια μέσα μεταφοράς έχουν απεργία ή στάση εργασίας, κάποιοι απαντούν στη συνηθισμένη γκρίνια τύπου «κυκλοφοριακό χάος» υιοθετώντας τον πολιτισμό του carpooling, παραχωρώντας δηλαδή μια θέση του αυτοκινήτου τους σε κάποιον που πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση.
Στον πολιτισμένο κόσμο, το carpooling είναι μια καθόλου πρωτότυπη, καθόλου εξαιρετική, απολύτως συνηθισμένη και αυτονόητη συνήθεια: Συνάδελφοι δίνουν ραντεβού το πρωί καθοδόν για τη δουλειά ή στο δρόμο της επιστροφής, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο οικονομία στη βενζίνη, αλλά και επιδεικνύοντας κοινωνική ευθύνη, αφού με αυτόν τον τρόπο μειώνεται η κίνηση. Είναι μια συμπεριφορά οικονομική, οικολογική και κυρίως λογική. Αυτό στον πολιτισμένο κόσμο. Γιατί στην Ελλάδα το carpooling θεωρείται ακόμη κάτι εκκεντρικό, μια χίπικη συνήθεια για οικολόγους. Οι πρόσφατες απεργιακές κινητοποιήσεις, που άδειασαν τους δρόμους της πόλης από λεωφορεία, τρόλεϊ και ταξί και τους γέμισαν ακινητοποιημένα αυτοκίνητα με ζοχαδιασμένους οδηγούς, άλλαξαν λίγο την κατάσταση, κάνοντας το carpooling ένα είδος τρέντι φιλοτιμίας.
Το ότι η σχετική κινητοποίηση γίνεται μέσω Τwitter –αν και υπάρχει και το carpooling.gr, που δίνει τη μάχη με επιμονή και συγκινητική πίστη στην «ιδέα» συγκεντρώνοντας τους οδηγούς που δε διστάζουν να μοιραστούν τη διαδρομή τόσο για τη δουλειά όσο και για νυχτερινές εξόδους– δείχνει ταυτόχρονα τη δυναμική καθώς και τους περιορισμούς του εγχειρήματος: όπως οι atenistas ή οι ποδηλάτες, αυτοί που κάνουν carpooling αποτελούν ένα είδος hip ακτιβιστών, μια αξιοθαύμαστη, δραστήρια, ακμαία αλλά θλιβερά μειονότητα. Καλοπροαίρετοι και ευρηματικοί, με πίστη στον συνάνθρωπο –αν φοβάσαι και τη σκιά σου δεν βάζεις αγνώστους στο αυτοκίνητό σου– προτείνουν τη συνεργασία ως αντίδοτο στη μιζέρια των καιρών, αγνοώντας μία από θλιβερές ελληνικές συνήθειες: ο Έλληνας δε μοιράζεται ούτε το αυτοκίνητο ούτε το σπίτι ούτε τα πράγματά του.
Το μόνο που δέχεται να μοιραστεί είναι οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις του, που τις φωνάζει με επιμονή προς κάθε κατεύθυνση (το Facebook τον βοήθησε να διοχετεύσει αυτή την αγάπη του προς την επιβολή των απόψεών του στους άλλους) αλλά και το φαγητό του – αυτό όμως μόνο με τους φίλους του, με τους οποίους παραγγέλνουν μαζί τον πατροπαράδοτο συνδυασμό: «μια_χωριάτικη_μια_τυροκαυτερή_μια_κολοκυθάκια_κι_ένα_μπεκρή_μεζέ», κοροϊδεύοντας τους τουρίστες που τη βγάζουν στις ταβέρνες με μια σαλάτα έκαστος.
Ακόμα κι αυτό το τσιμπολόγημα του μεζέ, η ειδοποιός διαφορά των Ελλήνων σε σχέση με τους υπόλοιπους δυτικούς, όμως, με τα χρόνια εξελίχθηκε από συμμετοχική φαγοποσία σε ένα είδος ανταγωνισμού. Δεν τρως μαζί με τους φίλους σου τα μπινελίκια στις ταβέρνες, τα τρως εναντίον τους – πρόκειται δηλαδή για μια πιρουνομαχία χωρίς αιχμαλώτους, με νικητή αυτόν που θα τσιμπήσει την τελευταία τυροκροκέτα που έχει μείνει στο πιάτο.
Ναι, οι Έλληνες δε μοιράζονται. Αν το έκαναν, τα δημοσιεύματα των τελευταίων ετών για την περίφημη «γενιά των 700 ευρώ» θα ήταν πολύ διαφορετικά. Μοιάζει πια τόσο μακρινή αυτή η εποχή, σχεδόν την νοσταλγούμε, τότε που συζητούσαμε για την «γενιά των 700 ευρώ», προτού σκάσει στα χέρια μας η οικονομική βόμβα και γίνουμε η γενιά του Μνημονίου, του Μεσοπρόθεσμου, της Τρόικας. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η γενιά που βγάζει πια λιγότερα από 700 € το μήνα έχει κάποια χαρακτηριστικά: το πιο ανθεκτικό και τυπικό είναι η επιστροφή στο πατρικό.
Είμαστε περικυκλωμένοι από εικοσάρηδες και τριαντάρηδες που μένουν με τους γονείς τους –όσοι είναι single δηλαδή–, γιατί η επαγγελματική και οικονομική τους κατάσταση δεν τους επιτρέπει να έχουν τη δική τους στέγη. Αυτή η «επιστροφή στο πατρικό» – συνήθως, έπειτα από πολύχρονες σπουδές, αναγνωρίζεται ως ένα είδος ήττας, αλλά κανείς δεν φαίνεται να αναρωτιέται αυτό που κανονικά θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο: Και γιατί όλοι αυτοί οι νέοι, δημιουργικοί, μορφωμένοι άνθρωποι, που η κρίση τους έχει κόψει τα φτερά, προτιμούν να γυρίσουν στο παιδικό τους δωμάτιο και στα γεμιστά της μαμάς, αντί να τα βρουν μεταξύ τους και να συγκατοικήσουν με ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση;
Η συγκατοίκηση είναι σχεδόν άγνωστη λέξη για τους Έλληνες – ακόμα και στον φοιτητόκοσμο αποτελεί επιλογή λίγων. Για κάποιον λόγο θεωρείται πιο αξιοπρεπές να σου πλένει και να σου σιδερώνει τα εσώρουχα η μητέρα σου, παρά να μοιράζεσαι με κάποιον το νοίκι, τα κοινόχρηστα, το πλυντήριο, τους λογαριασμούς, τις συνέπειες της ενήλικης ζωής. Ανάμεσα σε μιαν ενηλικίωση με συμβιβασμούς και μια ταπεινωτική καθήλωση στην παιδική ηλικία, οι Έλληνες επιλέγουν το δεύτερο.
Οπότε δεν είναι να απορεί κανείς που δεν ψήνονται να μοιραστούν τη διαδρομή με το αυτοκίνητο – κανένα παιδάκι δεν είναι πρόθυμο να μοιραστεί τα παιχνίδια του. Και το αυτοκίνητο, ως γνωστόν, είναι το αγαπημένο παιχνίδι των ενηλίκων, είναι το κουνιστό αλογάκι που υπέστη μετάλλαξη, φόρεσε μια μεταλλική πανοπλία και μας κουβαλά στην κοιλιά του. Μπορεί να γκρινιάζουμε για την κίνηση ή για τις ώρες που κάνουμε κύκλους ψάχνοντας για πάρκινγκ, αλλά κατά βάθος απολαμβάνουμε να είμαστε εκεί μέσα. Το αυτοκίνητο είναι ο τελευταίος ιδιωτικός μας χώρος, βάζουμε τη μουσική που μας αρέσει, κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, ρουφάμε τον καφέ που νερουλιάζει με τις ώρες στη θήκη για τα ποτήρια, καπνίζουμε, ξυνόμαστε, δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Γιατί να το μοιραστούμε αυτό; Γιατί να πρέπει να σκεφτείς αν στις 8 το πρωί θέλεις να ακούς τη Βάσω Σαρματζή στο Derti ή τον Χρήστο Χατζή στον Εν Λευκώ, προσαρμόζοντας τις διαθέσεις και τα γούστα σου σ’ αυτά του συνεπιβάτη σου;
Το carpooling, όπως και η συγκατοίκηση, είναι ξεβόλεμα. Απαιτεί τη διάθεση να εκχωρήσεις λίγο από τον προσωπικό σου χώρο στον άλλο, για να καταφέρετε κάτι από κοινού, έστω κι αν αυτό είναι να κατεβείτε την Κηφισίας ή να πληρώσετε το πετρέλαιο. Κι από αυτήν την άποψη είναι μια άσκηση κοινωνικοποίησης, ένα μάθημα κοινωνικής συμπεριφοράς. Το ότι δεν έχουμε μάθει να το κάνουμε εξηγεί πολλά για το πώς είναι δομημένη η ελληνική κοινωνία – και γιατί η κρίση απειλεί να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό. Και στη συζήτηση που έχει ανάψει στο Τwitter το hashtag #carpooling ίσως είναι πιο επαναστατικό από το #revolutionGR, αν καταφέρει να σηματοδοτήσει μια αλλαγή νοοτροπίας. Τώρα που οι διάφορες κοινωνικές ομάδες συγκρούονται στους δρόμους και οι διάφοροι αναλυτές μοιάζουν με μπαμπούλες, δεν αποκλείεται η πιο επαναστατική δήλωση που μπορεί να κάνει κανείς να είναι «κατεβαίνω προς κέντρο. Θέλει κανείς να τον πάρω μαζί μου;»