Κάποτε, ένας μάγκας, πηγαίνει σ` ένα καφενείο μαζί με τους φίλους του, για να παίξει λίγο τάβλι, ώστε να περάσει η ώρα. Πηγαίνει λοιπόν, κάθεται και περιμένει μέχρι να έρθει ο καφετζής να πάρει παραγγελία.
– Τι θα πάρετε παρακαλώ;
– Που `σαι φίλε, θέλω ένα καφεδάκι περιποιημένο.
– Δε θέλω να είναι ούτε πολύ γλυκός, αλλά ούτε και πολύ πικρός. Τσακ στη μέση.
– Δε θέλω να έχει ούτε πολλές φουσκάλες, αλλά ούτε και λίγες. Τσακ στη μέση.
– Το φλιτζάνι στο οποίο θα το βάλεις, δε θέλω να είναι ούτε πολύ μεγάλο, αλλά ούτε και πολύ μικρό. Τσακ στη μέση.
Ο καφετζής αγανακτισμένος φεύγει.
– Ε! Φίλε που πας, δε τελείωσα ακόμα. Ακου λοιπόν. Μαζί με το καφέ θέλω και κουλουράκια.
– Τα οποία, δε θέλω να είναι ούτε πολύ μεγάλα, αλλά ούτε και πολύ μικρά. Τσακ στη μέση.
– Δε θέλω να έχουν ούτε πολύ σουσάμι, αλλά ούτε και λίγο. Τσακ στη μέση.
– Και τώρα σπάσε, είσαι ελεύθερος.
– Μάλιστα κύριε, απαντάει πυρ και μανία ο καφετζής.
Η ώρα περνούσε και ο μάγκας περίμενε το καφέ του με ανυπομονησία. Το μαγαζί άδειασε και ο μάγκας δεν είχε πάρει ακόμα το καφέ του. Έτσι λοιπόν, μετά από περίπου μιάμιση ώρα, λέει στο καφετζή:
– Ε! Φίλε! Τι θα γίνει με το καφέ;
Και ο καφετζής του απαντάει:
– Ακου μεγάλε! Δε σε έχω γραμμένο ούτε πολύ δεξιά, αλλά ούτε και πολύ αριστερά. Τσακ στη μέση., …
δείχνοντας του το μπλοκάκι με τις παραγγελίες.