Μια ξανθιά πήγαινε για κάποια δουλειά με το αυτοκίνητό της, όταν διασχίζοντας την μεγάλη λεωφόρο είδε στα δεξιά της κάτι μαλλιαρό με μακριά χέρια να περπατάει.
Στην αρχή τρόμαξε αλλά η περιέργειά της την νίκησε και αντί να αυξήσει ταχύτητα, έκοψε σταμάτησε δεξιά και έκανε όπισθεν να βρει τι ήταν αυτό που είχε δει.- Βγήκε από το αμάξι και μετά από λίγα λεπτά βρίσκει έναν μικρό πίθηκο που φαινόταν χαμένος. Τον συμπάθησε αμέσως. Σκέφτηκε να τον βοηθήσει, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει.
Άπλωσε τα χέρια της και ο πίθηκος πήδηξε επάνω της για μια αγκαλιά. Η ξανθιά προχώρησε στο αμάξι της, τον έβαλε στο πίσω κάθισμα, τον έδεσε με την ζώνη ασφαλείας και κάθισε να οδηγήσει με σκοπό να ψάξει για κάποιο μανάβικο να αγοράσει στο πιθηκάκι μπανάνες, επειδή σκέφτηκε ότι θα πεινάει.
Κόντευε να φτάσει σπίτι της και τότε είδε στην συνηθισμένη πιάτσα μερικούς αστυνομικούς να πίνουν τον καφέ τους. Σταμάτησε και ρώτησε έναν:
– Κυριε αστυνόμε, βρήκα αυτόν τον πίθηκο, τί να κάνω;
– Μπορείς να τον πας στον ζωολογικό κήπο. της απαντάει εκείνος.
– Αχ, έχετε δίκιο, αυτό θα κάνω! του λέει εκείνη.
Στην συνέχεια, πήγε η ξανθιά αγόρασε μπανάνες και περιποιήθηκε τον πίθηκο όπως κατά της γνώμη της του άξιζε και τον πήγε στον ζωολογικό κήπο.
Το επόμενο βράδυ ξαναβλέπει ο αστυνομικός την ξανθιά, πάλι μαζί με τον πίθηκο στο αμάξι.
– Μα, τελικά δεν τον πήγες στον ζωολογικό κήπο; την ρωτάει.
– Τον πήγα εχθές. Σήμερα λέω να τον πάω στο θέατρο.