Ο Κώστας μπαίνει στο μπαρ και βλέπει το Γιάννη, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο… να πίνει το ποτό του.
– Πώς και είσαι τόσο ευτυχισμένος σήμερα; τον ρωτάει.
– Ε λοιπόν, Κώστα, εκεί που έπλενα το σκάφος μου χτες, με πλησιάζει μια κοκκινομάλλα, με κάτι βuzιά, να… μέχρι εκεί πέρα τα μπαλκόνια της, Κώστα, και με ρωτάει:
– Μπορείς να με πας μια βόλτα με το σκάφος σου;.
– Δεν έχασα την ευκαιρία, την έβαλα μέσα και ξανοιχτήκαμε.
– Όταν ήμαστε μακριά απ την ακτή, σβήνω τη μηχανή και της λέω: «Ή γαμ***, ή κολύμπι μέχρι την ακτή».
– Δεν ήξερε μπάνιο, Κώστα μου, δεν ήξερε μπάνιο!
– Την άλλη μέρα πάλι ο Γιάννης, με ένα χαμόγελο ευτυχίας, απολαμβάνει το ποτό του στο μπαρ.
– Μπαίνει ο Κώστας και ο Γιάννης αρχίζει να του διηγείται:
– Κώστα, εκεί που έπλενα το σκάφος μου χτες, με πλησιάζει μια ξανθιά, με κάτι βuzιά, να, μέχρι εκεί πέρα τα μπαλκοvόβuzά της, Κώστα, (του δείχνει, κάνοντας τη σχετική χειρονομία) και με ρωτάει:
– Μπορείς να με πας μια βόλτα με το σκάφος σου;.
– Δεν περίμενα να το ξαναπεί, την έβαλα μέσα και ξανοιχτήκαμε.
– Όταν ήμαστε μακριά απ την ακτή, σβήνω τη μηχανή και της λέω:
– Ή γαμ***, ή κολύμπι μέχρι την ακτή.
– Δεν ήξερε μπάνιο, Κώστα μου, δεν ήξερε μπάνιο!
Μετά από κάνα-δυο μέρες, ο Κώστας μπαίνει στο μπαρ και βλέπει το Γιάννη να κλαίει πάνω απ τη μπίρα του.
– Τι έγινε, ρε παιδί; Γιατί δάκρυα σήμερα;
– Ε λοιπόν, Κώστα, θα σου τα πω. Εκεί που έπλενα το σκάφος μου χτες, με πλησιάζει μια καστανή, με κάτι βυζιά, να, μέχρι εκεί πέρα τα μπαλκόνια της, Κώστα μου, τι βuzιά ήταν αυτά, (του δείχνει, κάνοντας τη σχετική χειρονομία) είχα μια στuση μόλις την είδα, άλλο πράμα.
– Με ρωτάει: Μπορείς να με πας μια βόλτα με το σκάφος σου;.
– Αλλο τυχερό σήμερα! σκέφτηκα, την έβαλα μέσα και ξανοιχτήκαμε. Όταν ήμαστε μακριά απ την ακτή, σβήνω τη μηχανή και της λέω:
– Ή γαμ***, ή κολύμπι μέχρι την ακτή.
– Κατεβάζει το σορτσάκι της και είχε ένα π€oς, τόσο χοντρό και μακρύ, Κώστα μου.
– Αχ, Κώστα μου, δεν ξέρω μπάνιο…
Κώστα μου, δεν ΞΕΡΩ μπάνιο!