Η εξομολόγηση ενός Ολυμπιακού
Σήμερα ο Ολυμπιακός συμπληρώνει 91 χρόνια ζωής. Εγώ σε ένα μήνα κλείνω τα 42. Αυτό σημαίνει ότι γνωριζόμαστε αρκετό καιρό ώστε να μπορώ να πω μια κουβέντα παραπάνω και να μιλήσω για τις διάφορες φάσεις που πέρασε η σχέση μας, «εκπροσωπώντας» ως ένα βαθμό τους Ολυμπιακούς της γενιάς μου που είδαν την αγνή αγάπη τους να φθείρεται από τον χρόνο και να τους ξενερώνει.
Γράφει ο Γιάννης Τσαούσης
Μεγάλωσα με τη διήγηση του πατέρα μου για το πως διάβαζε τα μαθήματα της Ανωτάτης Βιομηχανικής ανάσκελα στο κρεβάτι, κάνοντας κοιλιακούς μ’ εμένα βρέφος ξαπλωμένο στο στομάχι του και το αυτί κολλημένο στο ραδιοφωνάκι να ακούει Ολυμπιακό. Δεν τέθηκε ποτέ θέμα. Έγινα Ολυμπιακός.
Στις 19 Οκτωβρίου 1980 πήγα στο γήπεδο για πρώτη φορά. Έκτη αγωνιστική του πρωταθλήματος και ο Ολυμπιακός έπαιζε με την Κόρινθο στη Χαλκίδα (λόγω τιμωρίας, πιθανόν) όπου ζούσα τότε. Ο αγώνας τελείωσε με το «χορταστικό» 0-0 αλλά δεν είχε και μεγάλη σημασία. Μου έφτανε που έβλεπα δια ζώσης το απροσπέλαστο κεντρικό αμυντικό Νοβοσέλατς-Παπαδόπουλου και τον «ξανθομπάμπουρα» Τόμας Άλστρομ μπροστά, να κυνηγάει τους αντίπαλους αμυντικούς. Ήταν το «βάπτισμα του πυρός» για ένα εξάχρονο παιδί, στα μάτια του οποίου τα πάντα τότε φάνταζαν εντυπωσιακά.
Κάτι λιγότερο από τέσσερις μήνες αργότερα, στο δικό μου ραδιοφωνάκι πλέον, άκουγα με τρόμο τα ρεπορτάζ για την τραγωδία στη Θύρα 7 και συνέπασχα από απόσταση, την ώρα που μ’ έναν μαγικό τρόπο δενόμουν συναισθηματικά με την ομάδα όλο και περισσότερο. Στο μεταξύ μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα και μεγαλώνοντας παρακολουθούσα πλέον καθημερινά τα νέα του «Θρύλου». Το πρωτάθλημα του 1986-87 με τερματοφύλακα τον Σκούνα και σέντερ φορ τον Ζελελίδη, την επόμενη, καταστροφική χρονιά, όπου η ομάδα τερμάτισε 8η, αλλά στην πρώτη της νίκη επί της Παναχαϊκής στο ΟΑΚΑ με 1-0 είχε 70.000 κόσμο στις κερκίδες να την ενθαρρύνει και φυσικά ήπια κι εγώ ένα προς ένα τα πικρά ποτήρια στα «πέτρινα χρόνια» που ακολούθησαν.
Κοσκωτάς, 72 μεταγραφές σε μια χειμερινή περίοδο, η «εξάρα» στις Σέρρες από τον ΠΑΟΚ. Ο Σαλιαρέλης, οι «επιστήμονες» και όλα τα τραγελαφικά που εκτυλίχθηκαν μέχρι να αναλάβει την ομάδα ο Κόκκαλης. Ήμουν εκεί όμως. Στα τέλη του ‘80 η ανταμοιβή μου για τους καλούς βαθμούς στο σχολείο ήταν να πάω να δω τον Ολυμπιακό. Αρχές και μέσα του ‘90 πλέον πιο τακτικά στο γήπεδο. Κύπελλο, το παιχνίδι με το περίφημο «Παπουτσέλειο πέναλτι». Τρέξιμο στα πέριξ του Ολυμπιακού Σταδίου με δακρυγόνα να πέφτουν, γκλομπ να σφυρίζουν δίπλα μας και την Μερσεντές του «καπετάνιου» να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος με τον ίδιο να κρέμεται από το παράθυρο και να πυροβολεί στον αέρα για εκφοβισμό. Το 1999, φαντάρος πλέον, μαζί με τον (παραδοσιακά αγαπημένο) «Φίλαθλο» αρχίζω να αγοράζω και «Πρωταθλητή» (που μόλις έχει κυκλοφορήσει ως αντίπαλο δέος στον, επίσης νεότευκτο, «Κόσμο των Σπορ»). Πώρωση. Το μετριοπαθές «Φως» δεν «έλεγε» πλέον, εδώ είχαμε περάσει σε άλλο επίπεδο.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου έναν χρόνο. Ξεκινώντας εκπομπή στην ΕΡΑ Σπορ το φθινόπωρο του 2001 δεν χρειάστηκε να σκεφτώ ούτε για ένα δευτερόλεπτο το πως όφειλα να φέρομαι δημόσια. Δήλωσα μεν από την πρώτη στιγμή την οπαδική μου προτίμηση στο ακροατήριο, ωστόσο δεν την άφησα ποτέ να με καθοδηγήσει με την δική της, ακραιφνώς συναισθηματική λογική. Μαζί με την ψύχραιμη και από απόσταση δημοσιογραφική προσέγγιση ήρθε και η φυσική ωρίμανση. Που σε κάνει να βλέπεις και τα καλά και τα στραβά αλλά -κυρίως- σου παρέχει την απαιτούμενη οξυδέρκεια για να τα αξιολογείς ως τέτοια.
Υποστήριζα (και εξακολουθώ να υποστηρίζω) τον Ολυμπιακό όταν αγωνίζεται εναντίον οποιασδήποτε ομάδας, αλλά μέχρι εκεί. Δεν τον αβάνταρα ποτέ, δεν πούλησα δημοσιογραφική εκδούλευση για χάρη του, έβρισκα πάντα ακατανόητο αυτό το «νίκη με κάθε κόστος» μοτίβο που είχε αρχίσει να κυριαρχεί. Όσο χαιρόμουνα για την έλευση του κάθε Ριβάλντο και Γκαλέτι και τις λόμπες του Τζιοβάνι, τόσο ντρεπόμουνα απίστευτα για τη Ριζούπολη και την ελεεινή νοοτροπία που τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δημιούργησαν.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τα γεγονότα της Ριζούπολης «έβλεπα το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει». Τσάμπιονς Λιγκ, τα λεφτά γίνονται πολλά, αποπομπή Κάτανετς, ευνουχισμός Πέτρου Κόκκαλη, γκρίνια, αδικίες, «πέτσινα» πέναλτι, μπαμπάς Σπάθας, 38, 39, 40 πρωταθλήματα… Η ψυχή άρχισε να «κρυώνει». Και κατόπιν να απομακρύνεται. Όχι γιατί συνήθισε τις νίκες και τα τρόπαια, αλλά γιατί έπαψαν να έχουν σημασία από ένα σημείο και μετά. Γιατί το κλίμα άρχισε να θολώνει, να «μπασταρδεύεται». Διαιτητές, σύστημα, ΕΠΟ, παρασκήνιο. Πολύ παρασκήνιο. «Γραμμή» σε αθλητικογράφους, τηλέφωνα ιδιοκτητών σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, απειλές, ντου, ξυλοδαρμοί και 10χρονα πιτσιρίκια στην «7» να κατεβάζουν χριστοπαναγίες και να κάνουν κωλοδάχτυλα υπό το περήφανο βλέμμα των «παλιών» της κερκίδας. Όχι, δεν είναι αυτός ο Ολυμπιακός μου.
Ξέρετε, καταλαβαίνεις μια και καλή πόσο έχεις «περάσει απέναντι» όταν σταματάς να πανηγυρίζεις τα γκολ της ομάδας σου. Ειδικά σε ντέρμπι ή στο Τσάμπιονς Λιγκ. Είναι εξαιρετικά δυσάρεστο συναίσθημα, αλλά είναι ανεπίστρεπτο. Νιώθεις σαν κάτι να σου έχουν ξεριζώσει από μέσα σου και ξέρεις ότι δεν θα το αντικαταστήσεις ποτέ. Και σκοτεινιάζεις αναγνωρίζοντας ότι το παλιό πάθος και η αγάπη σου μετατράπηκαν σε ξενέρωμα που τείνει στην αδιαφορία, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα όταν είσαι πέτρα στην άκρη της θάλασσας και περνάει συνεχώς από πάνω σου το νερό.