Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο αινιγματικά ηφαίστεια στον κόσμο και ως τέτοιο εγκυμονεί απροσδιόριστους κινδύνους για το κεντρικό και νοτιανατολικό Αιγαίο.
Η ιστορία του Κολούμπο, που βρίσκεται επτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σαντορίνης σε μία περιοχή ιδιαίτερα «δραστήρια», δεν είναι ευρέως γνωστή, ούτε καν στους κατοίκους της χώρας μας. Για τους γεωλόγους όλου του κόσμου όμως αποτελεί ένα κορυφαίο –προς διερεύνηση- φυσικό φαινόμενο, που όμοιο του δεν έχει να επιδείξει ο υπόλοιπος… πλανήτης.
Έλληνες και ξένοι επιστήμονες που «ακτινογράφησαν» τον χαρακτήρα του ηφαιστείου μελετώντας τα σεισμικά προφίλ του, διαπίστωσαν ότι μέσα σε μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια απέκτησε εντυπωσιακές διαστάσεις μέσα από πολυάριθμες εκρήξεις (και όχι χάρη σε μία μόνο έκρηξη όπως πιστευόταν μέχρι σήμερα) ενώ την ίδια ώρα, από αυτά τα δραματικά γεωλογικά φαινόμενα, δημιουργήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή άλλοι 18 υποθαλάσσιοι ηφαιστειακοί κώνοι με ύψος μέχρι και 200 μέτρα.
Η δημιουργία του Κολούμπο
Η ιστορία του ηφαιστείου ξεκίνησε με σεισμούς και θανάτους. Από το 1649 αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις τάραζαν τη Σαντορίνη, χωρίς κανείς εκείνη την εποχή να μπορεί να φανταστεί τι συνέβαινε 7 χλμ. βορειοανατολικά του νησιού. Ηταν τα προεόρτια της δημιουργίας του μοναδικού ηφαιστείου. Οι σεισμοί «έχτιζαν» σιγά σιγά τον χώρο και στις 14 Σεπτεμβρίου 1650, ένα χρόνο μετά, εκδηλώνεται μεγάλος σεισμός και η θάλασσα αρχίζει να αλλάζει χρώμα. Το νερό γίνεται πράσινο και ένα δολοφονικό αέριο εξαπλώνεται στην περιοχή σκοτώνοντας 70 ανθρώπους. Ηταν το διοξείδιο του άνθρακα που προήλθε από το λειωμένο μάγμα στον φλοιό της Γης. Βρήκε διέξοδο μέσα από τις σχισμές του πυθμένα με αυτή τη μορφή.
Το ίδιο το ηφαίστειο, αναδύθηκε μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας για να καταρρεύσει ξανά ύστερα από λίγες μέρες στον πυθμένα, προκαλώντας ένα εντυπωσιακό τσουνάμι κυρίως στις ανατολικές πλευρές της Σαντορίνης. Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, λάβα ξεπήδησε από τη θάλασσα και έδωσε στο ηφαίστειο τη μορφή που έχει σήμερα.
Η δύναμη και η πυκνότητα των εκρήξεων, που προκλήθηκαν σε μία περιοχή του Αιγαίου όπου η αφρικανική τεκτονική πλάκα βυθίζεται κάτω από την ευρωπαϊκή, δημιούργησαν δραματικές αλλαγές στη γεωμορφολογία του πυθμένα με αποτέλεσμα τη γένεση όχι μόνο 18 ανεξάρτητων ηφαιστειακών κώνων στην περιοχή αλλά και το σταδιακό «χτίσιμο» του ίδιου του Κολούμπο που έφθασε σήμερα να έχει διάμετρο περί τα 1700 μέτρα, ευρισκόμενο σε βάθος 500 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Γεωλογία και γεωμορφία
Το Κολούμπο μοιάζει ουσιαστικά με μία τεράστια καλδέρα (χοάνη) στο βυθό της θάλασσας. Η ίδια η καλδέρα δεν είναι επίπεδη αλλά χαρακτηρίζεται από διάφορους σχηματισμούς μέσα της με το ρηχότερο σημείο της να φτάνει στα 18μ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και το βαθύτερο τα 500 μέτρα.
Αναλύοντας τα σεισμικά προφίλ του ηφαιστείου, οι επιστήμονες έχουν διαπιστώσει ότι το συγκεκριμένο ηφαίστειο είναι ακόμη μεγαλύτερο απ’ ότι το ίδιο αφήνει να φανεί. Πάνω και κάτω από το βυθό της θάλασσας, το «ύψος» του συνδυαστικά φθάνει το 1 χλμ. ενώ η διάμετρός του – που στο συντριπτικό της μέρος βρίσκεται «κρυμμένη» στο φλοιό της Γης – ανέρχεται στα 11 χλμ.
Διαπιστώθηκε επιπλέον ότι οι περισσότερες από 23 εκρήξεις που έγιναν τα… τελευταία 70.000 χρόνια, ήταν όλες υποθαλάσσιες. Όπως επίσης και η ύπαρξη πολλών υποθαλάσσιων ρηγμάτων τα οποία ενεργοποιούνταν κατά τη διάρκεια των εκρήξεων και θάβονταν με τα υλικά της κάθε έκρηξης.
Η έκλυση χρυσού σε πρωτοφανή ποσότητα
Το αποκορύφωμα της μοναδικότητας αυτού του ηφαιστείου είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, εκλύει χρυσάφι και σπάνια μέταλλα στρατηγικής σημασίας όπως το αντιμόνιο, σε ποσότητες που προκαλούν έκπληξη.
Έλληνες επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών που ερεύνησαν τον πυθμένα του ηφαιστείου σε βάθος 500 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, διαπίστωσαν πως στο γεωθερμικό πεδίο του Κολούμπο λαμβάνουν χώρα σπάνια φαινόμενα που όμοιά τους δεν έχουν παρατηρηθεί ξανά στον κόσμο.
Χρυσάφι, αντιμόνιο, θάλλιο, άργυρος, αρσενικό, υδράργυρος, ψευδάργυρος αλλά και διοξείδιο του άνθρακα σε ποσότητες που ουδέποτε έχουν καταγραφεί, μαζί με μικροοργανισμούς που συμπεριφέρονται με ασυνήθιστο τρόπο και φαίνεται να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των μετάλλων – και όχι μόνο – συνθέτουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του.
Το 2011 και το 2012 μέλη της ελληνικής ερευνητικής ομάδας, με επικεφαλής την Παρασκευή Νομικού, που συμμετείχαν σε ωκεανογραφική ερευνητική αποστολή με το «E/V Nautilus» του αμερικανικού Πανεπιστημίου Rhode Island, συνέλεξαν με υποβρύχιο ρομπότ δείγματα πετρωμάτων – μεταλλευμάτων από αυτές τις καμινάδες, παγίδευσαν σε δειγματοσυλλέκτες φυσαλίδες από τα αέρια που εκλύονται από τις ρηγματώσεις του πυθμένα και δείγματα θερμού νερού.
Αυτό που έκανε αρχικά μεγάλη εντύπωση στους ειδικούς ήταν ότι στον πυθμένα του ηφαιστείου, μέχρι και 10 μ. ψηλότερα από αυτόν, δεν υπήρχε ίχνος ζωής.
Κανένα μικρό ψάρι, καμία βαθύβια γαρίδα. Μόνο ένα παράξενο πορτοκαλοκόκκινο υλικό, ένα αλλόκοτο μικροβιακό οικοσύστημα ανακατεμένο με άμορφα σιδηροξείδια, απλωνόταν παντού.
Το διαπερνούσαν οι φυσαλίδες από τις ρηγματώσεις που αποδείχθηκε ότι εκλύουν μόνο διοξείδιο του άνθρακα μετατρέποντας τον πυθμένα του Κολούμπο σε τοξική λίμνη.
Οι επιστήμονες έφεραν στην επιφάνεια τα δείγματα από τις καμινάδες και άρχισαν την πολύπλοκη ανάλυσή τους με διάφορες τεχνικές και μηχανήματα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε ορισμένα εξειδικευμένα εργαστήρια του εξωτερικού, ώστε να προσδιοριστεί η χημική τους σύσταση, να αποκαλυφθούν τα κύρια, δευτερεύοντα στοιχεία και ιχνοστοιχεία που περιείχαν.
Κονιορτοποίησαν μικρά τμήματα από τις καμινάδες και τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν ότι κάτω από το ηφαίστειο βρίσκεται ένα πολυμεταλλικό κοίτασμα εν τη γενέσει του.
«Οι αναλύσεις μας έδειξαν την ύπαρξη χρυσού σε περιεκτικότητα που εντυπωσιάζει. Η ανώτατη τιμή που μετρήσαμε ήταν 32 γραμμάρια στον τόνο και η μέση τιμή 9 – 10 γραμμάρια στον τόνο», είχε δηλώσει στα «ΝΕΑ» ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγητής Κοιτασματολογίας Στέφανος Κίλιας.
«Η μέγιστη περιεκτικότητα του δείγματος σε άργυρο ήταν 1.910 γραμμάρια στον τόνο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η συγκέντρωση του αντιμονίου, αυτού του στρατηγικής σημασίας μετάλλου.
Το βρήκαμε σε μέγιστη περιεκτικότητα 22.400 γραμμάρια στον τόνο (πάνω από 2,2% κατά βάρος!) Πρόκειται για ποσότητα που ενδεχομένως να μην έχει καταγραφεί ποτέ άλλοτε στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία».
Ο κίνδυνος του τσουνάμι
Πόσο επικίνδυνο όμως θα μπορούσε να γίνει ένα τέτοιο αλλόκοτο φαινόμενο στην καρδιά της Μεσογείου; Πρόσφατα επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ένας ισχυρός σεισμός περίπου επτά βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ στα ανοιχτά των ακτών θα προκαλούσε ένα μεγάλο τσουνάμι, που θα μπορούσε να πλημμυρίσει τις παράκτιες περιοχές της νότιας και νοτιοδυτικής Κρήτης σε ύψος έως πέντε μέτρων πάνω από το επίπεδο της θάλασσας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, συνολικά γύρω στα 3,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα ξηράς κατά μήκος των ακτών της Κρήτης πιθανώς θα βρίσκονταν κάτω από το νερό.
Παρόμοιος κίνδυνος, αν και μικρότερος, θα υπήρχε για τις ακτές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Σικελίας, αλλά και της Λιβύης.
Πρόκειται για τις εκτιμήσεις-προειδοποιήσεις κατέληξε μια νέα ελληνο-ιταλική επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τον μεταδιδακτορικό ερευνητή πολιτικό μηχανικό Αχιλλέα Σαμαρά του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ωκεανογραφίας «Ocean Science» της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών (EGU).
Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα υπολογιστικό μοντέλο για να προσομοιώσουν τις πιθανές επιπτώσεις από ένα μετασεισμικό τσουνάμι. Όπως δήλωσε ο κ. Σαμαράς, στην ιστορία έχουν καταγραφεί πολύ σημαντικοί σεισμοί και αντίστοιχα τσουνάμι. Για παράδειγμα, το 365 μ.Χ. διαδοχικοί σεισμοί (ο μεγαλύτερος της τάξης των 8 έως 8,5 βαθμών) έπληξαν την Κρήτη.
Το τσουνάμι που ακολούθησε, κατέστρεψε μια σειρά από πόλεις στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Αίγυπτο, σκοτώνοντας περίπου 5.000 ανθρώπους μόνο στην Αλεξάνδρεια. Πιο πρόσφατα, το 1908, μετά από σεισμό περίπου επτά βαθμών στη Μεσσήνη (Μεσίνα) της Σικελίας, δημιουργήθηκε τσουνάμι που σκότωσε χιλιάδες άτομα, καθώς κατά τόπους τα κύματα ξεπέρασαν σε ύψος τα δέκα μέτρα.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι τα τσουνάμι στη Μεσόγειο μπορεί να μην είναι τόσο συχνά όσο στον Ειρηνικό και στον Ινδικό Ωκεανό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνουν κατά καιρούς μετά από σεισμούς, οι οποίοι προκαλούνται λόγω της συνεχούς σύγκρουσης της αφρικανικής τεκτονικής πλάκας με την ευρωπαϊκή, καθώς η πρώτη αργά καταβυθίζεται κάτω από τη δεύτερη.
Περίπου το 10% όλων των τσουνάμι της Γης λαμβάνουν χώρα στη Μεσόγειο Θάλασσα. Κατά μέσο όρο, συμβαίνει ένα μεγάλο τσουνάμι ανά αιώνα. Με δεδομένο ότι περίπου 130 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου, ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Επιπλέον, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αντίθετα με τους ανοιχτούς ωκεανούς, στη Μεσόγειο τα κύματα ενός τσουνάμι δεν χρειάζεται να ταξιδέψουν παρά πολύ μικρές αποστάσεις, προτού πλήξουν τις συνήθως πυκνοκατοικημένες ακτές, γεγονός που αφήνει μικρά χρονικά περιθώρια για ένα προειδοποιητικό σήμα.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν την ανάγκη να μελετηθούν καλύτερα τα πιθανά σενάρια από ένα μελλοντικό τσουνάμι στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στη νοτιοδυτική Κρήτη, έτσι ώστε οι αρμόδιες κρατικές και τοπικές Αρχές να έχουν προετοιμάσει καλύτερα την άμυνά τους για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.