Είναι δύο φίλοι και συζητούν:
– Ασε, λέει ο ένας. Η γυναίκα μου είναι πολύ άσχημη. Χάλι μαύρο.
– Και που να δεις τη δική μου, λέει ο άλλος. Δε βλέπεται.
– Ρε η δικιά μου είναι απαίσια, ξαναλέει, ο άλλος. Ακου που σου λέω.
– Αααα, δεν τρώγεσαι με τίποτα. Πάμε σπίτι μου να σου δείξω τη δικιά μου για να σταματήσεις να αμφιβάλλεις.
– Πράγματι, φτάνουν στο σπίτι του ενός και μπαίνουν στο σαλόνι. Στο βάθος ήταν μια μεγάλη βαριά πόρτα. Την ανοίγει ο φίλος του και προχωράει στο βάθος ενός σκοτεινού διαδρόμου όπου στο τέλος του υπήρχε μία καταπακτή. Ανοίγει την καταπακτή, σκύβει και φωνάζει:
– Μαρία!
– Ναι άντρα μου!
– Έλα έξω λίγο.
– Με τη σακούλα ή χωρίς;
– Να σε συστήσω θέλω, όχι να σε γ@μίσω!